Δύο κοπέλες μάλωναν
ποια πρέπει ν' ανυψώσει
το λάβαρο το γαλανό
που έχει μαραζώσει.
"Στα δύο πρώτα τρίμηνα δεν έκανα απουσία
είκοσι σ' όλα έγραψα, τα 'πιανα με τη μία.
Κι αν λείπει ένα δέκατο από τον γενικό μου
η σκρόφα η γυμνάστρια ζηλεύει τον πωπό μου!
Πάντοτε ήμουν φρόνιμη
πιστό κι υπάκουο σκυλί
στις μπούρδες των καθηγητών
έγνεφα κι ήμουν θετική.
Δε λέω, είχα κι άποψη
αλλά τι να την κάνεις;
Σάλιο αβέρτα να πετάς
αλλιώς το σάλιο χάνεις.
Μονάχα εγώ ακολούθησα τους πάντες κατά γράμμα
όμορφη, έξυπνη, σωστή, είμαι σπουδαίο κράμα.
Γι' αυτό τη γαλανόλευκη εγώ θα την κρατήσω
στα like της παρέλασης όλες θα σας πατήσω."
Και πριν προλάβει η καψερή
στο ψώνιο ν' απαντήσει
ο ποιητής μας πάει αλλού
δίχως να μας ρωτήσει.
Ένας φασίστας διευθυντής με ξυρισμένα γένια
κι ένα μουστάκι βρόμικο με μοσχαρίσια χτένια
κήρυγμα δίνει στο λαό, στ' ανήλικα "παιδιά" του
και βγάζει αβέρτα πάνω τους τα αισχρά συμπλέγματά του.
"Το έθνος παιδιά μου βάλλεται
ακούστε με με προσοχή
Εβραίοι και ανθέλληνες
μας καταργούν την προσευχή.
Δίχως την πίστη τι είμεθα;
Τι νόημα έχει η ζωή;
Στον ύπνο μου ήρθε ο Σατανάς
με τη μορφή του Αλμπερ Καμύ.
Μα ένας ξύπνιος μαθητής
ο οποίος τα 'χει πάρει
στον διευθυντή αντιμιλά
μ' αποβολή φλερτάρει.
"Και δε μου λες ρε μπάρμπα εσύ
που 'σαι και εξουσία
το έθνος πώς το μπέρδεψες μ' αγίους και με θεία;
Τώρα λοιπόν πολλά θα πω
και πίσω δεν τα παίρνω
κι αν θέλετε κρεμάστε με
πλακάτ μεταμοντέρνο.
Αφού η ρίζα του Έλληνα
μας λες είν' η θρησκεία
γιατί να μην τιμήσουμε
εξίσου και τον Δία;
Άλλωστε η εντεκάδα του (κι είχε καλή ομάδα)
ενεύπνευσε φιλόσοφους εις την αρχαία Ελλάδα.
Αυτοί μωρέ δεν ήτανε που έδωσαν τα φώτα
όπως μας λες κραυγάζοντας σαν γκαστρωμένη κότα;
Ήτανε Έλληνες αυτοί; ή όχι; μήπως ξέρεις;
και τα "ναι μεν αλλά" κι αυτά βάλ' τα εκεί που ξέρεις.
Σαν άκουσε ο διευθυντής του μαθητή τα λόγια
κόπηκε η ανάσα του, μουδιάσανε τα πόδια.
Τα μάτια του γουρλώσανε απ' ακραιφνή κακία,
κοκκίνησε σαν αστακός σε ηλιοθεραπεία.
Πόνος βαρύς στην πλάτη του
μυρμήγκια στους κροτάφους
σωριάστηκε και θάφτηκε
πλάι σε άλλους τάφους.
Μα όπως είπαμε και πριν
η ποιητική αδεία
μας ταξιδεύει άκομψα
σε άλλη ιστορία.
Οκτώβρης του 18 και ένας διμοιρίτης
απο πειθήνιος μαθητής γίνεται τώρα αλήτης.
Τη μάνα του την έχασε πριν από δύο μήνες
για φάρμακα και γιατρειά δεν είχαν μείνει χήνες.
Και ο μπαμπάς του ο δυστυχής πάνω σ' ένα καρότσι
ένα στερνό επίδομα, κι αυτό του το 'χουν κόψει.
Έτσι λοιπόν σαν προχωρά κι όπως προβλέπει η νόρμα
δέκα παπάρες συναντά πάνω σε μια πλατφόρμα.
Αράζουν σαν Αρμένιοι κοιτούν σαν μεθυσμένοι
μες σε καρέκλες μαλακές είν' όλοι βυθισμένοι.
Το δέρμα τους λαμποκοπά, η φράπα τους γυαλίζει
κι ένας παχύς επίσκοπος από μακριά μυρίζει.
Πιάνει τον διμοιρίτη μας αίσθημα αδικίας
δέκα ψωρομαντράχαλοι να χαίρουνε και μνείας!
Τότε τέσσερα δάχτυλα κάτω τα κατεβάζει
κι ορθώνει το μεσαίο του ψηλά και το κραδάζει.
"Τούτο είν' για το δήμαρχο και για τον στρατηγό μας
για τον χοντρό επίσκοπο τον άρχοντα της βρόμας.
Σ' όλους εσάς του έθνους μας τους σάπιους στυλοβάτες
που ο κόσμος πια λιμοκτονεί κι εσείς γυρνάτε πλάτες.
Στο διάολο τα σύμβολα, σιχτίρια στους θεσμούς σας
δεν είστε και πολύ ψηλά γι' αυτό μάγκες το νου σας.
Γυρνάει τότε ο μαθητής και με περίσσιο θάρρος
λέει στον κόσμο τον χαζό προτού τον πάρει ο χάρος.
Εσείς όλο να τρώγεστε για χίλιες δύο πίπες
πάνω στο περιθώριο να πέφτετε σαν γύπες.
Στα τέσσερα παντοτινά και μ' ανοιχτά τα πόδια
στ' αφεντικά και στην ελίτ να κόβετε διόδια.
Έτσι να λέτε είναι αυτά, το πράμα δεν αλλάζει
δε μ' ενοχλεί το σύστημα, ο Ανάρχας με πειράζει.
Κι αφού ψυχή δεν έχετε πλέον ν' αγαπηθείτε
μήτε θάρρος σας έμεινε να απολογηθείτε
εχθρούς λοιπόν φανταστικούς ψάξτε καλά να βρείτε.
Άιντε σφιχτά απ'τα σύμβολα πάτε να κρατηθείτε
γίνετε πιόνια δουλικά και περηφανευτείτε.
Ανθρώπινη Επανάσταση
ποια πρέπει ν' ανυψώσει
το λάβαρο το γαλανό
που έχει μαραζώσει.
"Στα δύο πρώτα τρίμηνα δεν έκανα απουσία
είκοσι σ' όλα έγραψα, τα 'πιανα με τη μία.
Κι αν λείπει ένα δέκατο από τον γενικό μου
η σκρόφα η γυμνάστρια ζηλεύει τον πωπό μου!
Πάντοτε ήμουν φρόνιμη
πιστό κι υπάκουο σκυλί
στις μπούρδες των καθηγητών
έγνεφα κι ήμουν θετική.
Δε λέω, είχα κι άποψη
αλλά τι να την κάνεις;
Σάλιο αβέρτα να πετάς
αλλιώς το σάλιο χάνεις.
Μονάχα εγώ ακολούθησα τους πάντες κατά γράμμα
όμορφη, έξυπνη, σωστή, είμαι σπουδαίο κράμα.
Γι' αυτό τη γαλανόλευκη εγώ θα την κρατήσω
στα like της παρέλασης όλες θα σας πατήσω."
Και πριν προλάβει η καψερή
στο ψώνιο ν' απαντήσει
ο ποιητής μας πάει αλλού
δίχως να μας ρωτήσει.
Ένας φασίστας διευθυντής με ξυρισμένα γένια
κι ένα μουστάκι βρόμικο με μοσχαρίσια χτένια
κήρυγμα δίνει στο λαό, στ' ανήλικα "παιδιά" του
και βγάζει αβέρτα πάνω τους τα αισχρά συμπλέγματά του.
"Το έθνος παιδιά μου βάλλεται
ακούστε με με προσοχή
Εβραίοι και ανθέλληνες
μας καταργούν την προσευχή.
Δίχως την πίστη τι είμεθα;
Τι νόημα έχει η ζωή;
Στον ύπνο μου ήρθε ο Σατανάς
με τη μορφή του Αλμπερ Καμύ.
Μα ένας ξύπνιος μαθητής
ο οποίος τα 'χει πάρει
στον διευθυντή αντιμιλά
μ' αποβολή φλερτάρει.
"Και δε μου λες ρε μπάρμπα εσύ
που 'σαι και εξουσία
το έθνος πώς το μπέρδεψες μ' αγίους και με θεία;
Τώρα λοιπόν πολλά θα πω
και πίσω δεν τα παίρνω
κι αν θέλετε κρεμάστε με
πλακάτ μεταμοντέρνο.
Αφού η ρίζα του Έλληνα
μας λες είν' η θρησκεία
γιατί να μην τιμήσουμε
εξίσου και τον Δία;
Άλλωστε η εντεκάδα του (κι είχε καλή ομάδα)
ενεύπνευσε φιλόσοφους εις την αρχαία Ελλάδα.
Αυτοί μωρέ δεν ήτανε που έδωσαν τα φώτα
όπως μας λες κραυγάζοντας σαν γκαστρωμένη κότα;
Ήτανε Έλληνες αυτοί; ή όχι; μήπως ξέρεις;
και τα "ναι μεν αλλά" κι αυτά βάλ' τα εκεί που ξέρεις.
Σαν άκουσε ο διευθυντής του μαθητή τα λόγια
κόπηκε η ανάσα του, μουδιάσανε τα πόδια.
Τα μάτια του γουρλώσανε απ' ακραιφνή κακία,
κοκκίνησε σαν αστακός σε ηλιοθεραπεία.
Πόνος βαρύς στην πλάτη του
μυρμήγκια στους κροτάφους
σωριάστηκε και θάφτηκε
πλάι σε άλλους τάφους.
Μα όπως είπαμε και πριν
η ποιητική αδεία
μας ταξιδεύει άκομψα
σε άλλη ιστορία.
Οκτώβρης του 18 και ένας διμοιρίτης
απο πειθήνιος μαθητής γίνεται τώρα αλήτης.
Τη μάνα του την έχασε πριν από δύο μήνες
για φάρμακα και γιατρειά δεν είχαν μείνει χήνες.
Και ο μπαμπάς του ο δυστυχής πάνω σ' ένα καρότσι
ένα στερνό επίδομα, κι αυτό του το 'χουν κόψει.
Έτσι λοιπόν σαν προχωρά κι όπως προβλέπει η νόρμα
δέκα παπάρες συναντά πάνω σε μια πλατφόρμα.
Αράζουν σαν Αρμένιοι κοιτούν σαν μεθυσμένοι
μες σε καρέκλες μαλακές είν' όλοι βυθισμένοι.
Το δέρμα τους λαμποκοπά, η φράπα τους γυαλίζει
κι ένας παχύς επίσκοπος από μακριά μυρίζει.
Πιάνει τον διμοιρίτη μας αίσθημα αδικίας
δέκα ψωρομαντράχαλοι να χαίρουνε και μνείας!
Τότε τέσσερα δάχτυλα κάτω τα κατεβάζει
κι ορθώνει το μεσαίο του ψηλά και το κραδάζει.
"Τούτο είν' για το δήμαρχο και για τον στρατηγό μας
για τον χοντρό επίσκοπο τον άρχοντα της βρόμας.
Σ' όλους εσάς του έθνους μας τους σάπιους στυλοβάτες
που ο κόσμος πια λιμοκτονεί κι εσείς γυρνάτε πλάτες.
Στο διάολο τα σύμβολα, σιχτίρια στους θεσμούς σας
δεν είστε και πολύ ψηλά γι' αυτό μάγκες το νου σας.
Γυρνάει τότε ο μαθητής και με περίσσιο θάρρος
λέει στον κόσμο τον χαζό προτού τον πάρει ο χάρος.
Εσείς όλο να τρώγεστε για χίλιες δύο πίπες
πάνω στο περιθώριο να πέφτετε σαν γύπες.
Στα τέσσερα παντοτινά και μ' ανοιχτά τα πόδια
στ' αφεντικά και στην ελίτ να κόβετε διόδια.
Έτσι να λέτε είναι αυτά, το πράμα δεν αλλάζει
δε μ' ενοχλεί το σύστημα, ο Ανάρχας με πειράζει.
Κι αφού ψυχή δεν έχετε πλέον ν' αγαπηθείτε
μήτε θάρρος σας έμεινε να απολογηθείτε
εχθρούς λοιπόν φανταστικούς ψάξτε καλά να βρείτε.
Άιντε σφιχτά απ'τα σύμβολα πάτε να κρατηθείτε
γίνετε πιόνια δουλικά και περηφανευτείτε.
Ανθρώπινη Επανάσταση
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου