15 Μαΐου 2011

Έρημη γειτονιά

Εκθέτω πάλι ένα μικρό διήγημα που έγραψα πριν αρκετό καιρό - λιγάκι διορθωμένο - και θέλησα για κάποιους λόγους να ξαναδημοσιεύσω.

Έψαχνε απελπισμένα για κάποιο παιδικό γέλιο, από αυτά που όταν τ'ακούς σβήνουν χάρη στη μελωδικότητα και τη γλυκύτητά τους κάθε πικρή σκέψη. Θυμόταν και ο ίδιος τον εαυτό του παιδί να γελάει με το παραμικρό δυνατά μέσα απ΄τη καρδιά του. Κανείς δεν του το απαγόρευε και κανείς δεν τον παρεξηγούσε, είχε το άλλοθι της ηλικίας. Πλέον γελούσε σπάνια και πάντοτε
συγκρατημένα και χαμηλόφωνα για να περνά απαρατήρητος. Η φωνή του είχε χοντρύνει και ντρεπόταν να την εκθέσει στη διάρκεια του γέλιου, τη μοναδική στιγμή που είναι ξεγυμνωμένη και δεν ελέγχεται. Γι΄αυτό και αναζητούσε τριγύρω κάποιο θαρραλέο μπόμπιρα να αλωνίζει προσμένοντας με ανυπομονησία αστεία ερεθίσματα που θα απελευθέρωναν τη λεπτοκαμωμένη φωνή του. Όμως η γειτονιά ήταν ερημωμένη. Η ίδια γειτονιά που πριν μερικά χρόνια πλημμύριζε από κόσμο και ζωή. Τότε όλοι αισθάνονταν το κλίμα αγάπης και ζεστασιάς που επικρατούσε. Ο ίδιος το ένιωθε μέχρι και τις πιο κρύες νύχτες του χειμώνα. Τώρα ήταν καλοκαίρι (χρόνια μετά βέβαια) κι ένα κύμα ψύχους διαπέρασε το κορμί του κάνοντας τον να ανατριχιάσει. Δε μπορούσε να διανοηθεί ότι η γειτονιά κατέληξε σε τάφο αναμνήσεων. Πίστευε πως οι ευτυχισμένες του θύμησες θα έπαιρναν πάλι σάρκα και οστά μέσα απ΄τη διασκέδαση και το ζωηρό παιχνίδι των μικρών παιδιών. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν δέκα η ώρα αλλά δεν σήμαινε τίποτα γι΄αυτόν. Κάποτε κάθονταν κι έπαιζαν ποδόσφαιρο μέχρι τη μία το βράδυ κι ας ήταν μικρά κι απροστάτευτα. Μια αφελής σκέψη πέρασε τότε απ΄το μυαλό του. "Μπορεί να παίζουν κρυφτό !" Έπρεπε να σιγουρευτεί όμως. Κοίταξε πίσω απ΄τα ψυγεία παγωτών των ψιλικατζίδικων, δίπλα απ΄τους τοίχους των πολυκατοικιών, πίσω απ΄τη στάση του κτελ αλλά μάταια. Τότε θυμήθηκε τον εαυτό του να κρύβεται στα ερείπια ενός γκρεμισμένου κτιρίου. Δυστυχώς γι΄αυτόν δεν υπήρχε περίπτωση να λάγιαζε κάποιος μικρός κατεργαράκος εκεί πέρα γιατί πάνω στα συντρίμμια είχε χτιστεί ένα μαγαζί ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Δεν σταμάτησε εκεί την προσπάθεια.  Έσκυψε και κοίταξε κάτω απ΄τα παρκαρισμένα αμάξια και πλάι στις ρόδες τους, αφού πρώτα έριξε επίτηδες δυο κέρματα κάτω για να μην παρεξηγηθεί. Όλο και κάποιο μάτι θα προεξείχε απ΄την κουρτίνα παρατηρώντας καχύποπτα.
Κάτι μέσα του τον έπνιγε. Ήταν συναισθηματικά φορτισμένος κι ένιωθε την ανάγκη να εκφραστεί, να ξεσπάσει. Ήθελε να φωνάξει φτου ξελευθερία και να ξεπροβάλλουν όλοι απ΄τις κρυψώνες τους. Δάγκωσε τα χείλη του και με τις σφιγμένες του γροθιές σκούπισε τα υγρά του μάτια. Τα πόδια του λύγιζαν και δε τον βαστούσαν. Έπρεπε κάπου να σταθεί. Έκατσε με προσοχή στο άλλοτε κίτρινο παγκάκι που είχε ξεθωριάσει πλέον και τα σκουριασμένα πόδια του είχαν ξεκολλήσει απ΄το τσιμέντο. Οι χαρακιές που έκαναν μικροί με τα κλειδιά τους φαίνονταν ακόμη αν και αμυδρά. Πέρασε απαλά τα δάχτυλά του από πάνω τους. Βρήκε επίσης και κάποια ίχνη χρώματος απ΄τα τατουάζ με τα οποία συνήθιζαν να στολίζουν το ξύλινο μονόχρωμο παγκάκι. Το θλιβερό ήταν πως δεν υπήρχε ούτε μια καινούρια χαρακιά μήτε κάποιο φρέσκο πολύχρωμο τατουάζ. Έφερε στο μυαλό του περασμένες σκηνές με τους χαμένους φίλους του να διασκεδάζουν ανέμελα παίζοντας ξένοιαστοι με μια μπάλα. Ύστερα σηκώθηκε και αποχώρησε με το κεφάλι σκυμμένο και τα μάτια μισάνοιχτα. Δεν ήθελε πια να κοιτάζει τριγύρω. Ο ρεαλισμός σκότωνε τις ελπίδες του. Άρχισε να απομακρύνεται βιαστικά. Ο διαπεραστικός ήχος μιας μουσικής από ένα κοντινό μπαράκι αντήχησε ενοχλητικά στ΄αυτιά του. Απεχθανόταν τη φασαρία όπως και τη μοναξιά, αγαπούσε την ησυχία. Καθώς έφευγε έκανε ακόμα μια τελευταία αφελή σκέψη : Οι γειτονιές ήταν λέει κατάμεστες από αγόρια και κορίτσια διαφορετικών ηλικιών. Άλλοι αραγμένοι στα παγκάκια κι άλλοι καθισμένοι σε κύκλο χάμω στο πάτωμα να συζητούν, να γελάν και να τραγουδάν. Μικρότερα παιδιά τριγύρω να ξεφαντώνουν παίζοντας μπάλα αγνοώντας τη γκρίνια των καταστηματαρχών. Εγκατέλειψε το μέρος μ΄αυτή την ευχάριστη σκέψη αφήνοντας πίσω ένα στερνό και μελαγχολικό χαμόγελο.                                     

2 σχόλια :

xromatisti είπε...

Αυτή τη μελαγχολία την ξέρω. Από τότε που παντρεύτηκα αποφεύγω να πηγαίνω στη γειτονιά που μεγάλωσα.

Crux είπε...

Εγώ δυστυχώς την ένιωσα ηλικιακά πολύ νωρίτερα, όταν συνειδητοποίησα πως τα δεδομένα έχουν αλλάξει και το παιχνίδι στη γειτονιά αποτελεί παρελθόν. Φυσικά αυτό στις μεγαλουπόλεις ισχύει εδώ και καιρό όμως για μια πόλη όπως τη δική μου είναι πρωτόγνωρο.
Βλέπω ακόμη - ευτυχώς - σε κάποιες γειτονιές παιδιά να παίζουν όμως η συχνότητα του παιχνιδιού πλέον έχει μειωθεί αισθητά. Κι αυτό θα έχει σίγουρα επιπτώσεις στη σκέψη, τη ψυχολογία και τη συμπεριφορά τους...