25 Αυγούστου 2019

Και ζήσαμε εμείς αριστερά κι αυτοί δεξιότερα


     Ορισμένες φορές η αρχή της διατύπωσης ενός συλλογισμού είναι δύσκολη λόγω παρεμβολής του θυμικού. Όταν ξεκίνησα να γράφω πριν περίπου 11 χρόνια αντιμετώπιζα το ίδιο πρόβλημα κάθε φορά που έθιγα θέματα συντηρητισμού. Ποικίλες εκφάνσεις του όπως ο εθνικισμός, η θρησκοληψία, η ξενοφοβία και η ομοφοβία έκανε το αίμα μου να βράζει και τα δάχτυλά μου να τρέμουν καθώς πληκτρολογούσα. Έπειτα από αμέτρητες συζητήσεις, είχα φτάσει πλέον στο σημείο που η προκειμένη ανοησία δεν με άγγιζε πλέον. Σαφώς, κάποιες φορές θα ανταπαντούσα σθεναρά με επιχειρήματα όντας αρκετά αλαζονικός ώστε να πιστεύω ότι αυτά θα είχαν κάποιον αντίκτυπο. Αλλά συνήθως ένα ειρωνικό μειδίαμα ήταν η εντονότερη αντίδραση που θα μπορούσε μια συντηρητική δήλωση να αποσπάσει από το σώμα μου. Διότι απλούστατα όταν παραβιάζεται η λογική δεν υπάρχουν πολλά για να πει κανείς.
     Είναι ωστόσο λογικό να εγείρονται αντιδράσεις, διότι σε κάθε περίπτωση ένας κόσμος απειλείται. Ο φόβος της απώλειας του εαυτού είναι εξίσου ισχυρός με τον φόβο της απώλειας της ζωής. Στις κρίσεις πανικού για παράδειγμα, όπου το αίσθημα του τρόμου γιγαντώνεται τόσο ραγδαία που προκαλεί παράλυση της σκέψης και του σώματος θα αναφέρει κανείς ότι αισθάνεται πως πεθαίνει ή πως τρελαίνεται. Και η τρέλα φυσικά δεν είναι παρά η απώλεια της ζωής όπως την είχαμε αυστηρά ορίσει. Κάθε φορά που ένα επιχείρημα λογικής επιχειρεί να αντικρούσει μια ανυπόστατη άποψη που μόνο θεμέλιό της έχει μια παραπαίουσα παράδοση, ο νους καταγράφει τις σεισμικές δονήσεις και ανθίσταται στην αλλαγή. Διότι απλούστατα για να συντηρηθεί αυτό το ασταθές οικοδόμημα που μοιάζει με αποτυχημένο Jenga, υπάρχει ένας κανόνας : μη τυχόν επιχειρήσεις να αντικαταστήσεις τίποτα. Κίνδυνος, θάνατος. Ο νους, όπως και το σώμα, αντιστέκεται με δειλή γενναιότητα στον θάνατο.
     Και τώρα, έχοντας διατυπώσει την θέση μου ως προς την αντιμετώπιση εκείνων που στρουθοκαμηλίζουν μπροστά στην πραγματικότητα του χάους, κάνω ένα μεγάλο άλμα έξω από το στρατόπεδο του μετα-μοντέρνου προοδευτισμού και κυρίες και κύριοι, είμαι εκτεθειμένος τόσο από στήθος όσο και από πλάτη! Διότι, ναι, πρόκειται να επικρίνω την τροπή που φαίνεται να παίρνει ο σύγχρονος προοδευτισμός και ενδέχεται βαρύγδουπες ταμπέλες να κολλήσουν πάνω στο δέρμα μου. Και δυστυχώς ο λόγος θα είναι ακριβώς ο ίδιος. Διότι η ταμπέλα υποδεικνύει την ανάγκη διεξόδου απ’ το χάος. Είναι η εκτόνωση του φόβου ότι ενδέχεται μέρος της αλήθειας να φωλιάζει έξω από τα πλαίσια της ιδεολογίας. Αδυνατώ να διευκρινίσω εάν το παρόν κείμενο αποτελεί απόπειρα επικοινωνίας ή επαλήθευσης ότι η εκπομπή συχνοτήτων έχει αποσυντονιστεί. Καθώς όμως τα νεωτεριστικά αυτά κινήματα άπτονται παραδοσιακών ιδεολογικών ζητημάτων τα οποία σε έναν μεγάλο βαθμό έχουν καταφέρει να σφετεριστεί ως δίκαιοι ανάδοχοι, εκτοπίζοντας και στιγματίζοντας συχνά όσους δεν συμφωνούν να βρουν ίσκιο κάτω απ’την πολύχρωμη ομπρέλα του μετα-μοντερνισμού, θα δεχτούν, όπως και κάθε άλλο κίνημα που γνωρίζει άνθηση, κριτική. Και φυσικά, εάν δεν δεχτούν να λάβουν την καλοπροαίρετη κριτική στα σοβαρά, θα υποστούν τις ίδιες τραγικές συνέπειες που κάθε άλλο κίνημα υπέστη.
     Θα ξεκινήσω από το μεγαλύτερο ίσως κακό -όπως τουλάχιστον το αντιλαμβάνομαι- της μεταμοντέρνας αριστεράς, το οποίο είναι η μετατόπιση της εστίασης από το οικονομικό σύστημα, ως βασικός παράγοντας ανισοτήτων, στην σχεδόν αποκλειστική ενασχόληση με συγκεκριμένες μορφές κοινωνικών ανισοτήτων. Η βασική αφήγηση της μεταμοντέρνας αριστεράς είναι το «δικαίωμα» και είναι μάλιστα τόσο κεντρική που πολλές φορές αντιβαίνει της λογικής ή χαρακτηρίζεται από υποκρισία. Αυτό συμβαίνει διότι αψηφά αναγκαιότητες που προκύπτουν ως απόρροια φυσικών κανόνων αλλά και επειδή εκτοπίζει τη σημασία του «καθήκοντος» εδραιώνοντας μια λογική θυματοποίησης όπου ο μεταμοντέρνος αριστερός είναι συνεχώς θύμα αλλά ποτέ θύτης. Ένα εκ των παραδειγμάτων είναι η διεκδίκηση ίσων μισθών στον χώρο του αθλητισμού, ο οποίος αποτελεί εδώ και δεκαετίες ένα φιλελεύθερο πεδίο δράσης, καθαρά ελιτίστικης φύσης που δεν ανταποκρίνεται σε καμία επίλυση ουσιαστικού προβλήματος παρά μόνο στην προσφορά ψυχαγωγίας. Η διεκδίκηση ίσων μισθών εδώ πέρα λαμβάνει τόπο μέσα στα πλαίσια του νεοφιλελεύθερου μοντέλου δίχως να ασκεί κριτική στους αδικαιολόγητα παχυλούς μισθούς των αντρών που λόγω σωματικής διάπλασης προσφέρουν περισσότερο θέαμα και άρα πιο ακριβή ψυχαγωγία. Την ίδια στιγμή, η επικέντρωση σε επίλυση τέτοιου είδους επιφανειακά ζητήματα ανισότητας προσβάλλει τις γυναίκες που μάχονται για ισάξια εργατικά δικαιώματα σε δουλειές που αποτελούν μορφές κοινωνικής υπηρεσίας, εκεί όπου οι μισθοί μπορεί να είναι χαμηλοί, κανονικοί αλλά σίγουρα όχι αστρονομικοί. Με άλλα λόγια, ο φεμινισμός εδώ αναπτύσσεται μέσα στο πλαίσιο της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης, η οποία απέχει από τη βάση της πυραμίδας και έχει το βλέμμα στραμμένο προς τα πάνω. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα στον χώρο της ψυχαγωγίας υπήρξε η καταγγελία σκηνοθετών για σεξουαλικό εκβιασμό ή και παρενόχληση από καταξιωμένες και ακριβοπληρωμένες ηθοποιούς. Ο κόσμος τις αγκάλιασε, τις συνεχάρη για το θάρρος που επέδειξαν, ενώ στην πραγματικότητα φέρουν και οι ίδιες μεγάλο μερίδιο ευθύνης που δεν κατήγγειλαν άμεσα το περιστατικό αλλά συμβιβάστηκαν προκειμένου να κερδίσουν μια θέση στο πλατό της δημοσιότητας με τις απολαβές που αυτό συνεπάγεται. Η τοποθέτηση του προσωπικού συμφέροντος έναντι του συλλογικού, το οποίο στην προκειμένη θα ήταν η καταγγελία για άμεση προστασία των επερχόμενων υποψηφίων, είναι διαμετρικά αντίθετη με τις αρχές της αριστεράς.

Το φύλο και ο αποχωρισμός του από τη μητέρα φύση

     Η απόπειρα ολικής αποδόμησης των χαρακτηριστικών του φύλου αποτελεί μια ακόμη θλιβερή τροπή της μεταμοντέρνας αριστεράς. Εμμένοντας στις αρχές του κονστρουξιονισμού, κατά τον οποίο δεν υπάρχει αντικειμενική παρά μόνο συλλογικά αντιλαμβανόμενη πραγματικότητα, πολλοί σύγχρονοι αριστεροί απορρίπτουν εξ ολοκλήρου την βιολογική συνεισφορά στην διαμόρφωση του χαρακτήρα. Χρησιμοποιώντας τον κονστρουξιονισμό ως εξαιρετικά ευέλικτο και βολικό μέσο ερμηνείας των πάντων, αντιτίθενται ακόμη και σε επιστημονικά ευρήματα που κάνουν λόγο για επίδραση γενετικών παραγόντων στη συμπεριφορά. Ειρωνικά, οι σύγχρονες επιστήμες, όπως η εξελικτική ψυχολογία, η νευροψυχολογία και οι νευροεπιστήμες αναγνωρίζουν την επίδραση του περιβάλλοντος στην διάπλαση του χαρακτήρα. Αντιθέτως, ο κονστρουξιονισμός δείχνει να αποτελεί το ευαγγέλιο της μεταμοντέρνας αριστεράς η οποία αψηφά επιδεικτικά την επιστήμη προκειμένου να προασπιστεί το αφήγημα της μη ύπαρξης βιολογικών διαφορών. Ορισμένες φορές μάλιστα αυτό το αφήγημα περί ανυπαρξίας βιολογικών διαφορών φτάνει σε εξόφθαλμα άκρα με αθλήτριες όπως η transgender Hannah Mouncey να δίνουν ρεσιτάλ επίδοσης απέναντι στις -δυστυχώς ναι- βιολογικά όχι και τόσο προικισμένες αντιπάλους.

Τα ίδια ταμπού γυρισμένα ανάποδα

     Όταν σε μάθημα κοινωνικής ψυχολογίας πριν απο μερικά χρόνια ρώτησα δημοσίως εάν εν μέρει η ρατσιστική στάση μπορεί να εξηγηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις και ως αμφίδρομη αλληλεπίδραση όπου μερίδιο ευθύνης ενδεχομένως να φέρει και η «φιλοξενούμενη» μεριά, ο αντίκτυπος της ερώτησής μου ήταν μάλλον αρνητικός. Διότι κάθε απόπειρα αντι-συμβατικής ερμηνείας σε τοποθετεί ως υποψήφιο ρατσιστή και αυτομάτως μια καχυποψία αρχίζει να σχηματίζεται στις άκρες των ματιών που σ’ αντικρίζουν. Ειρωνικά, η αντιμετώπιση αυτή μαρτυρά την εγγενή «ρατσιστική» φύση που διακατέχει τους μηχανισμούς κατηγοριοποίησης :  Ό,τι δεν είναι μέσα στα χωράφια μας είναι έξω απ’ τα χωράφια μας και άρα ξένο και επικίνδυνο. Πας μη Έλλην βάρβαρος έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι. Ο κατηγορηματικός προσδιορισμός παρέμεινε αναλλοίωτος εις τους αιώνες, το άκλητο «μη» κι αυτό στη θέση του. Μονάχα ο Έλλην μετατράπηκε σε «αριστερός»  ο βάρβαρος σε «δεξιός» και τούμπαλιν. Οποιαδήποτε συζήτηση κατά την οποία ένα μέρος της ευθύνης για ένα πρόβλημα αποδίδεται στη μεριά της μειονότητας εκλαμβάνεται ως συγκεκαλυμμένη επίθεση κατά της τελευταίας. Ωστόσο, ουκ ολίγες είναι οι περιπτώσεις όπου οι κάθε λογής μετανάστες παραμένουν προσκολλημένοι σε θρησκευτικά πιστεύω και πολιτισμικές συνήθειες που είτε ξενίζουν είτε έρχονται σε αντίθεση με τον τρόπο ζωής των ντόπιων.
     Τους τελευταίους έξι μήνες κατά τη διαμονή μου στην Ολλανδία, ζούσα σε ένα κτίριο όπου κατοικούσαν πολλοί Έλληνες φοιτητές. Ορισμένοι εκ των ενοίκων είχαν την κακή συνήθεια να παρκάρουν τα ποδήλατά τους κάθετα ως προς τις παράλληλες συστοιχίες παρκαρισμένων ποδηλάτων. Ένας Έλληνας λοιπόν είχε την φαεινή ιδέα να απειλήσει ότι την επόμενη φορά που αυτό θα ξανασυμβεί θα ρίξει κάτω και θα ποδοπατήσει τα ποδήλατα που είναι παρκαρισμένα κάθετα προς τα υπόλοιπα γιατί... γυρνάει κουρασμένος από την σχολή και δεν μπορεί να ασχολείται άλλο με αυτό το θέμα. Τώρα, αυτό μπορεί να φαντάζει δικαιολογημένη οργή για Έλληνες που δεν έχουν ζήσει στο εξωτερικό αλλά σας πληροφορώ με πάσα βεβαιότητα ότι η παρούσα συμπεριφορά είναι εντελώς απαράδεκτη και κατακριτέα σε χώρες με πιο εξευγενισμένους τρόπους συμπεριφοράς όπως η Ολλανδία. Περιττό να σημειώσω ότι ο Έλλην Νταής είχε την υποστήριξη των περισσότερων Ελλήνων ενώ Ολλανδοί και άλλοι αλλοεθνείς έδειξαν εμφανή αγανάκτηση με τη συμπεριφορά του. Μάλιστα, η απειλή αυτή έγινε και πράξη... Τούτη ήταν μια κραυγαλέα περίπτωση ανικανότητας ενός φιλοξενούμενου να προσαρμοστεί πολιτισμικά στο περιβάλλον του. Την επόμενη μέρα περιέγραψα το περιστατικό σε έναν Ολλανδό φίλο μου και δίχως καμία δόση χιούμορ τον ρώτησα στο τέλος : Αλήθεια, γιατί στο καλό μας δέχεστε; Ένιωθα ντροπή που κάποιοι ομοεθνείς μου προσπαθούσαν να επιβάλλουν τοξικά χαρακτηριστικά της κουλτούρας τους. Εάν ήμουν Ολλανδός, τη στιγμή εκείνοι, όπου οι Έλληνες τάσσονταν μαζικά στο πλευρό ενός «παλικαριού» vigilante θα ανέπτυσσα δικαιολογημένα κάποια ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
   Οι πολιτισμικές διαφορές μοιάζουν συχνά αγεφύρωτες. Για παράδειγμα, η απόρριψη της χειραψίας από μια γυναίκα λόγω θρησκευτικών κανόνων μόνο να ξενίσει και να προκαλέσει αμηχανία μπορεί σε έναν κάτοικο της Δύσης. Παρόμοιες αντιδράσεις που λανθασμένα θεωρούνται ως σεξουαλική προσέγγιση ή προσωπική προσβολή έχουν αναφερθεί στα πλαίσια φυσιολογικών κατά τα δυτικά πρότυπα συζητήσεων όπου διατυπώνονται απλές και καθημερινές ερωτήσεις όπως για παράδειγμα που μένει κανείς. Όπως ανέφερα και παραπάνω, ο φιλοξενούμενος φέρει και την υποχρέωση της προσαρμογής του στον κοινωνικό περίγυρο. Αυτό δεν συνεπάγεται απόλυτη αφομοίωση στα κοινωνικά πρότυπα αλλά σαφώς ένα βαθμό ευελιξίας η οποία εκλαμβάνεται από -τουλάχιστον ορισμένους ντόπιους – ως ένδειξη σεβασμού και ευγνωμοσύνης. Η κοινωνίες ανθίστανται στην αλλαγή των θεμελίων τους, όπως ακριβώς ο άνθρωπος ανθίσταται στην αλλαγή των ιδεών του. Ένας βαθμός υποχώρησης είναι αναγκαίος, ιδιαίτερα εάν η κουλτούρα του φιλοξενούμενου φέρει πολιτισμικά γνωρίσματα που εκλαμβάνονται από τον ντόπιο ως συντηρητικά κατάλοιπα. Οι μαντίλες αποτελούν φυσικά μια ακόμη περίπτωση. Προσωπικά, ελάχιστη ισχύ βλέπω στο επιχείρημα ότι οι μαντίλες και κάθε λογής καλύμματα του προσώπου εξυπηρετούν αισθητικούς σκοπούς και αποτελούν αποκλειστικά πολιτισμική συνήθεια. Ενδεχομένως αυτό να είναι αλήθεια για μια μερίδα του πληθυσμού, ωστόσο είναι μάλλον πιο πιθανό ο φόβος κατακραυγής από ομόθρησκους και εγκατάλειψης από συγγενικά πρόσωπα να είναι ο λόγος που εφαρμόζονται τα καλύμματα προσώπου. Και με τη σειρά της, η συμπεριφορά αυτή συμβολίζει αδυναμία χειραφέτησης και υποστήριξη -έστω και ακούσια- ενός πατριαρχικού συστήματος σε κοινωνίες όπου προσπαθούν να απαλλαγούν από πατριαρχικά κατάλοιπα.
     Περί τα τέλη του γυμνασίου, ήμουν θύμα εκφοβισμού αλλά και βίαιης συμπεριφοράς δυο Ελλήνων με ξένο υπόβαθρο. Για λόγους σεβασμού και διακριτικότητας δεν θα αναφέρω τις δυο ράτσες τους. Ωστόσο κάποιοι από εσάς μπορείτε να προβείτε σε εικασίες. Γιατί άραγε; Επειδή είστε ρατσιστές; Για την ακρίβεια όχι ακριβώς. Πολλοί από εσάς ενδεχομένως να έχετε παρόμοιες εμπειρίες ή να θυμάστε απλώς περιπτώσεις μαθητών η οποίοι έμοιαζαν αποκομμένοι από την υπόλοιπη τάξη και ανέπτυσσαν παραβατική συμπεριφορά. Σε μεγαλύτερη κλίμακα, η άποψη ότι ορισμένες μειονότητες αναπτύσσουν συχνότερα εγκληματική συμπεριφορά σε ορισμένους τομείς μπορεί να υποστηριχτεί από αστυνομικά στοιχεία και ΔΕΝ είναι εκδήλωση ρατσιστικής συμπεριφοράς. Ο ρατσισμός έγκειται στην απόδοση εγγενών βίαιων ή άλλων αρνητικών χαρακτηριστικών η οποία φυσικά δεν έχει καμία απολύτως επιστημονική βάση. Η αναγνώριση ότι οι μειονότητες μπορούν εν δυνάμει να αναπτύξουν συχνότερη κατά μέσο όρο εγκληματική συμπεριφορά λόγω κοινωνικών περιστάσεων και όχι βιολογικής ιδιοτροπίας αποτελεί το πρώτο βήμα για την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ δεξιών και αριστερών. Διότι σε συνδυασμό με την επιμόρφωση και την κοινωνική ευαισθητοποίηση τα προβλήματα που προκύπτουν μπορεί να χτυπηθούν στη ρίζα τους δίχως να καλλιεργείται η αντιπάθεια και να διαιωνίζεται το μίσος. Ήδη από το γυμνάσιο, και παρά την οργή που έτρεφα προς τα δυο αυτά άτομα, αναγνώριζα ότι ήταν παράλληλα θύτες και θύματα. Θύματα μιας κοινωνίας που αδιαφόρησε για την κοινωνική πρόνοια και δεν άσκησε την απαραίτητη πίεση στους γονείς και στο σχολείο ώστε να αποφευχθεί με κάθε τρόπο η παρέκκλιση. Ωστόσο ο απόηχος μιας βιωματικής εμπειρίας στον τρόπο σκέψης είναι τόσο ισχυρός που κανείς δεν δικαιούται να τον παραμελήσει όταν επιχειρηματολογεί. Η πρώτη αντίδραση στο σώμα μου όταν ακούω σπαστά ελληνικά είναι η εγρήγορση. Όχι επειδή αυτό βγάζει κάποιο αντικειμενικό νόημα, στην πραγματικότητα είναι μια εντελώς ανόητη αντίδραση την οποία στη συνέχεια εκλογικεύω. Το σήμα κινδύνου, αν και εξασθενημένο σαφώς, παραμένει εκεί λόγω βιωματικών εμπειριών, βιοχημικών αλλαγών που υπέστησαν οι νευρώνες μου και στέλνεται από υποφλοιώδεις περιοχές του εγκεφάλου μου τη στιγμή που ο προμετωπιαίος μου φλοιός μου φωνάζει «ΣΥΝΕΛΘΕ». Και στη συνέχεια ηρεμώ το σώμα μου και φέρομαι με πολιτισμένο και ευγενικό τρόπο. Εάν αυτό με καθιστά ρατσιστή τότε όσοι επικαλούνται τις θεωρίες της κοινωνικής επίδρασης στη συμπεριφορά συγκρούονται με τον πυρήνα της ίδιας τους της ιδεολογίας.
     Έχουμε φτάσει στο κομβικό σημείο όπου καλούμαστε να επανακαθορίσουμε την έννοια της διάκρισης και να αφαιρέσουμε επιτέλους το σκληροπυρηνικό χαρακτήρα της μεταμοντέρνας αριστεράς όπου δεν επιδέχεται κανενός είδους κριτική απέναντι σε οποιαδήποτε μειονότητα. Και το σημείο είναι πράγματι κομβικό εάν αναλογιστεί κανείς την ραγδαία παλινόρθωση του συντηρητισμού σε πολλά μέρη της Δύσης. Εάν και θα ήταν απόλυτα αφελές να βασιστεί κανείς σε ένα-δυο επιχειρήματα για να αιτιολογήσει την ανάδειξη ακραία συντηρητικών στοιχείων σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βραζιλία, ο ρόλος της αγανάκτησης που προέκυψε απέναντι στον κινηματικό χαρακτήρα της μεταμοντέρνας αριστεράς που περισσότερο φωνάζει, κατηγορεί και κατηγοριοποιεί παρά επικοινωνεί είχε ως αποτέλεσμα την μετατόπιση μέρους του κέντρου προς τα δεξιά και μέρος της δεξιάς προς τα άκρα δεξιά. Για όσους έχουν παραστεί σε δίκες, γνωρίζουν ότι η διατήρηση της ψυχραιμίας και η αποφυγή προσβολών αποτελεί βασική προϋπόθεση ώστε να αναγνωριστεί το δίκιο τους. Καλώς η κακώς, η διεκδίκηση του δικαίου είναι και ένα παιχνίδι πειθούς και εντυπώσεων. Η έλλειψη ωριμότητας στους κόλπους της μεταμοντέρνας αριστεράς, η οποία φαίνεται να αγκαλιάζει τους πάντες με τη μόνη προϋπόθεση ότι εκείνοι αντιτίθενται σε ορισμένου είδους αντιλαμβανόμενη εκμετάλλευση, έχει οδηγήσει στην δημιουργία μιας ασταθούς πολιτικής βάσης που μέσα στην ιδεολογική της σύγχυση μηρυκάζει επιθετικούς προσδιορισμούς και στηλιτεύει ανεξέλεγκτα.

Ισότητα εναντίον του αισθήματος δικαίου

     Η εμμονή προς την καθιέρωση ισότητας σε κάθε επίπεδο είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε λάθη που θα έχουν κόστος οικονομικό και κοινωνικό. Για παράδειγμα, συζητείται έντονα η εφαρμογή νομοθεσιών για εξίσωση του αριθμού ανδρών και γυναικών στους χώρους εργασίας. Νομοθεσίες τέτοιου είδους είναι από την φύση τους αναξιοκρατικές καθώς θέτουν σε δεύτερη μοίρα την εμπειρία και την τεχνογνωσία ως βασική προτεραιότητα πρόσληψης όταν οι θέσεις ενός φύλου έχουν ήδη εξαντληθεί. Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες μπορούν να νιώσουν αδικημένοι εάν το φύλο τους αποτελεί παράγοντα εξαίρεσης από μια θέση εργασίας. Η προκατάληψη και η υποτίμηση των εργασιακών ικανοτήτων των γυναικών -όταν αυτή υφίσταται-κινδυνεύει όχι μόνο να μην περιοριστεί αλλά στην πραγματικότητα να οξυνθεί μέσα από τέτοιες πρακτικές.
     Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αναξιοκρατίας που στην πραγματικότητα οξύνει τις διακρίσεις υπήρξαν τα ειδικά κριτήρια εισαγωγής σε πανεπιστημιακές σχολές, όπου ορισμένοι μαθητές της Δυτικής Θράκης εισήχθησαν (τουλάχιστον στο παρελθόν) σε υψηλόβαθμες σχολές έχοντας σκοράρει αισθητά χαμηλότερα. Ένα σωστά οργανωμένο σχέδιο ενσωμάτωσης θα στόχευε εκ των προτέρων στο αντιστάθμισμα των εκπαιδευτικών ελλειμμάτων μέσα -για παράδειγμα- από δωρεάν παροχή φροντιστηρίων. Επιπλέον, η ίδια η σημασία του φυλετικού υποβάθρου ως κριτήριο παροχής κρατικών υπηρεσιών θα ήταν άσκοπη διότι είναι στην πραγματικότητα η οικονομική αδυναμία και όχι η φυλετική διαφορά, αυτή που θέτει έναν μαθητή σε δυσχερή θέση. Βέβαια, η απλή λύση της εισαγωγής ορισμένων μαθητών σε πανεπιστημιακές σχολές με ειδικά κριτήρια, ελάχιστα επιμορφωτική είναι για το σύνολο της εκάστοτε μειονότητας. Στην πραγματικότητα φέρνει σε εξαιρετικά δύσκολη θέση ακόμη και αυτούς που έλαβαν τη «χάρη» μιας και είναι πιθανό να έρθουν αντιμέτωποι με απαιτήσεις στις οποίες δεν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν. Τέτοιου είδους πολιτικές είναι κατ’ επίφαση μόνο προοδευτικές και αποτελούν στην πραγματικότητα πιασάρικα ψηφοθηρικά τερτίπια. Την ίδια άποψη φέρω και για πολλές άλλες κατηγορίες ειδικών κριτηρίων, όπου η οικονομική στήριξη και όχι η «πρόσληψη» εις βάρος των υπολοίπων οφείλει να είναι ο τρόπος υποστήριξης.

Η μεταμοντέρνα αριστερά και ο λησμονημένος καπιταλισμός

Το σύγχρονο νεοφιλελεύθερο σύστημα είναι εξαιρετικά εξελιγμένο, έμπειρο και επιδέξιο ώστε να τιθασεύει τις αντίρροπες προς αυτό δυνάμεις. Ήδη από το 1929, ο Edward Bernays, ανιψιός του Sigmund Freud, χρησιμοποίησε τη δύναμη του τότε αναδυόμενου φεμινιστικού κινήματος για να πλασάρει τα τσιγάρα ως σύμβολο χειραφέτησης και να ανοίξει μια νέα τεράστια αγορά με εκατομμύρια νέους αγοραστές και αμέτρητα κέρδη. Η συνταγή ήταν απλή, ένα σύνολο όμορφων και κολακευτικών γυναικών θα παρελάσουν με ένα τσιγάρο στο στόμα ταράσσοντας τα νερά της εκάστοτε πατριαρχικής αντίληψης και προτείνοντας τις υπόλοιπες γυναίκες να κάνουν το ίδιο. Αν και δεν διαθέτω στοιχεία, εικάζω -μάλλον λογικά- ότι πολλές από τις γυναίκες που ακολούθησαν αυτό το παράδειγμα έβλαψαν σοβαρά τον οργανισμό τους και μάλλον η πρωτοβουλία αυτή των βιομηχανιών καπνού δεν είχε κανένα πραγματικά φεμινιστικό υπόβαθρο!
Το ηθικό δίδαγμα της παραπάνω ιστορίας είναι ότι τα κινήματα μπορούν να τιθασευτούν όπως ακριβώς και οι δυνάμεις της φύσης και να χρησιμοποιηθούν για εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων. Το νεοφιλελεύθερο σύστημα δεν πρόκειται να επιχειρήσει να βάλει ένα φράγμα στην έκφραση του σοσιαλισμού. Αντιθέτως θα χαράξει τους δρόμους όπου το ποτάμι του θα απλωθεί και θα ρίξει φως εκεί που επιθυμεί, δίνοντας έμφαση στις αχίλλειες πτέρνες του. Για παράδειγμα, πόση προβολή και δημοσιότητα αποκτά στα media η άποψη ότι πρέπει να ασκηθούν σοβαρές πιέσεις προς το ΝΑΤΟ ώστε να σταματήσει ο αμερικάνικος δάκτυλος να επεμβαίνει σε εσωτερικές υποθέσεις κρατών και να βομβαρδίζει ως επιθυμεί ώστε -εκτός των άλλων- να περιοριστεί και η ανεξέλεγκτη μετανάστευση; Μηδαμινή σε σχέση με την άποψη ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να αγκαλιάσουν τους μετανάστες. Ας μη βιάζονται κάποιοι να χαρακτηρίσουν την προβολή και την εξάπλωση μεταμοντέρνων προοδευτικών κινημάτων ως επίτευγμα. Διότι ο στόχος του συστήματος είναι να περιορίσει όσο το δυνατό περισσότερο την αμφισβήτηση της οικονομικής και ιμπεριαλιστικής φύσης του και προκειμένου να διατηρήσει την καρδιά είναι διατεθειμένο να ρισκάρει ένα άκρο του. Έτσι λοιπόν, όσο περισσότερο οι υποστηρικτές αντι-ρατσιστικών και φεμινιστικών κινημάτων που τους διαφεύγει η λεπτομέρεια της εγγενούς οικονομικής ανισότητας που γεννάει το σύστημα όταν είναι on-air αυτο-προβάλλονται ως αριστεροί, τόσο η έννοια της παραδοσιακής αριστεράς θα συνεχίσει να διαστρεβλώνεται. Ακόμη περισσότερο, ανώριμες συμπεριφορές αυτών των μάλλον «επιλεκτικά αριστερών», θα λειτουργούν καθαυτές ως αντι-σοσιαλιστική προπαγάνδα υποβαθμίζοντας ακόμη παραπάνω την παραδοσιακή σημασία της αριστεράς.

Και ζήσαμε εμείς αριστερά κι αυτοί δεξιότερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :