30 Μαΐου 2020

Υπερηφάνεια δίχως ύψιλον


     Ορισμένες λέξεις αφήνουν μία αλλόκοτη επίγευση μερικά μόλις δέκατα του δευτερολέπτου αφότου αρθρωθούν. Αν και η επεξεργασία της δισυπόστατης φύσης τους φτάνει μετά βίας στο κατώφλι του συνειδητού, μια κάποια λανθάνουσα αμηχανία συνεχίζει να μας πιλατεύει όσο η συζήτηση συνεχίζεται. Δεν πρόκειται πάντοτε για αμφισημία. Τουλάχιστον όχι ακριβώς. Η αμφισημία αφορά δύο πιθανές αλλά ποιοτικά διαφορετικές ερμηνείες. Αντιθέτως, οι λέξεις στις οποίες πρόκειται να αναφερθώ λειτουργούν πιότερο ως ένα ασαφές, πλην όμως συμπαγές κράμα που εγκλωβίζει νοήματα. Νοήματα παρεξηγημένα που δεν λογίζονται ως αυθυπόστατα ακόμη και αν στην πραγματικότητα μπορούν κάλλιστα να υπάρξουν ως τέτοια. Για το λόγο αυτό, το να διαχωρίσει κανείς αυτά τα νοήματα αποτελεί μάλλον ραφινάρισμα παρά αποδόμηση. Η σημασία της ενέργειας αυτής μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετική, εφόσον το άτομο ανακαλύψει σε κάποιο από τα παράγωγά της μία εννοιολόγηση που το χαρακτηρίζει, του παρέχει αισιοδοξία ή ανοίγει νέους ορίζοντες στη σκέψη του. 
     Η βασική έννοια που επιχειρώ να επανεξετάσω δεσπόζει περήφανα στον τίτλο. Η πολυσημία της λέξης περηφάνια απηχεί ακόμη και στο -πιο σύνηθες ίσως- αντώνυμό της, την ταπεινότητα. Πώς θα αντιδρούσε κανείς στον χαρακτηρισμό του ως ταπεινό; Τι σημαίνει εξ αρχής αυτός ο χαρακτηρισμός; Οι απαντήσεις που βρίσκει κανείς στα λεξικά ποικίλλουν. Ως ταπεινός παρουσιάζεται εκείνος που έχει επίγνωση των δυνατοτήτων του δίχως να τις μεγαλοποιεί αλλά και εκείνος που έχει επίγνωση της μηδαμινότητάς του. Πώς είναι όμως δυνατόν η επίγνωση των δυνατοτήτων να συγγενεύει εξ ορισμού με την «επίγνωση» της μηδαμινότητας; Ένας άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίζει τις δυνατότητές του δίχως να τις υπερτονίζει και να υπερβάλλει, ενώ παράλληλα αρνείται να χαρακτηρίσει την ύπαρξή του ως ασήμαντη, ακριβώς επειδή αισθάνεται πως οι αρετές του τον καθιστούν χρήσιμο και άξιο. Είναι αυτός ο άνθρωπος ταπεινός ή όχι;
     Αν όχι, είναι τότε άραγε μεμπτό να αναγνωρίζουμε και να επικοινωνούμε τις δυνατότητές μας; Είναι μάλλον δύσκολο να φανταστεί κανείς έναν κόσμο όπου οι επαγγελματικές συνεντεύξεις και τα βιογραφικά θα αξιολογούνταν με κριτήριο την ταπεινότητα! Θα θέλαμε άραγε έναν κόσμο στον οποίο όσοι φέρουν ηγετικές ικανότητες και αρετές δεν θα ανέρχονταν ποτέ στην περίοπτη επιφάνεια ώστε να συνεχίσουν να διέπονται από μετριότητα; Θα θαυμάζαμε αυτούς τους άσημους ανθρώπους για την ταπεινότητά τους ή θα λυπόμασταν γι’ αυτούς; Αντιμετωπίζεται η ταπεινότητα στο παρόν πλαίσιο ως κάτι θετικό ή ως κάτι αρνητικό;
     Αν πάλι ναι· έστω δηλαδή ότι θεωρούμε ταπεινό τον άνθρωπο που δεν αυτοπροβάλλεται για τέρψη, δεν συμπεριφέρεται σαν μεγαλόσχημος και δεν υπερβάλλει, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι αναγνωρίζει τις δυνατότητές του, τις επικοινωνεί αβίαστα και πρωτίστως προσδίδει αξία στην ύπαρξή του. Τι θα γινόταν αν ο ίδιος άνθρωπος επιδείκνυε αγωνιστικότητα και δυναμισμό; Μήπως στην προσπάθειά του να προωθήσει μία ιδέα (είτε αυτή είναι πολιτική, είτε επιστημονική, είτε φιλοσοφική κ.ο.κ) η ταπεινή του όψη θα ξεθώριαζε; Και αν ναι γιατί; Πώς είναι δυνατόν η επιδίωξη ενός στόχου και η επακόλουθη αντιπαράθεση να ακυρώνει την ιδιότητα της ταπεινότητας, εάν η τελευταία ορίζεται ως επίγνωση των δυνατοτήτων και συστηματική αποφυγή της υπερβολής; Ακόμη και αν η προώθηση μιας ιδέας συνεπάγεται -με αυστηρά λογικούς όρους- την υποτίμηση των υπόλοιπων εκπεφρασμένων ιδεών, δεν είναι παράλογο η υποτίμηση αυτή να εκλαμβάνεται εξ ορισμού ως περιφρονητική στάση; Άλλωστε, η απόρριψη ενός συνόλου ιδεών και η προάσπιση μιας προσωπικής αντ’ αυτού, μπορεί να πραγματοποιηθεί με σεβασμό, δίχως υποβάθμιση της ανθρώπινης αξίας των διαφωνούντων ή της συλλογιστικής τους ικανότητας εν γένει.
     Τα παραπάνω ερωτήματα ενδεχομένως να προκαλούν σύγχυση. Και είναι απολύτως φυσιολογικό εάν αναλογιστεί κανείς τη συγκεχυμένη εννοιολόγηση της ταπεινότητας, η φύση της οποίας αυτοαναιρείται με την συμπερίληψη διαφορετικών ιδιοτήτων και ενεργειών. Επομένως, οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν παρά να ποικίλλουν. Οι προβληματισμοί που ίσως να γεννήθηκαν κατά την ανάγνωσή τους, θα βοηθήσουν, είτε με τρόπο ρητό είτε ακόμη και διαισθητικό, σε μια εκ νέου θεώρηση της έννοιας περηφάνια, την οποία θεωρώ λυτρωτική έως και επαναστατική.   
     «Υπερηφάνεια δίχως ύψιλον». Με άλλα λόγια περηφάνια αντί ΥΠΕΡ-ηφάνειας. Πρόκειται φυσικά για δυο λέξεις οι οποίες είναι εννοιολογικά ταυτόσημες. Παρ΄όλα αυτά, θα επιχειρηθεί εντός ολίγου ένας αμιγώς τεχνητός και λεξιλογικά αβάσιμος διαχωρισμός. Ο σκοπός δεν είναι άλλος από την απόπειρα αποκόλλησης ανομοιογενών στοιχείων που εγκολπώνει η λέξη υπερηφάνεια. Προτού όμως φτάσουμε στην αποκόλληση αυτών των στοιχείων, πρέπει πρώτα να δικαιολογήσουμε τον χαρακτηρισμό τους ως ανομοιογενή.
     Ας ανατρέξουμε λοιπόν στις ερμηνείες που δίνονται για αυτή τη λέξη. Η υπερηφάνεια παρουσιάζεται ως το θετικό συναίσθημα που έπεται της ολοκλήρωσης ενός απαιτητικού εγχειρήματος καθώς και το συναίσθημα που απορρέει από την απόδοση αξίας στην ατομική ύπαρξη καθαυτή. Με βάση τους παραπάνω ορισμούς, θα έλεγε κανείς ότι η υπερηφάνεια συγγενεύει εννοιολογικά με την αυτοεπιβεβαίωση, την αυτοεκτίμηση και τον αυτοσεβασμό. Εάν αυτό αληθεύει, διερωτάται κανείς γιατί η δήλωση «σέβομαι τον εαυτό μου» ερμηνεύεται τόσο διαφορετικά από τη δήλωση «είμαι περήφανος για τον εαυτό μου». Στην πρώτη περίπτωση, η δήλωση είναι κοινωνικά αποδεκτή, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, η δήλωση εκλαμβάνεται ως τουλάχιστον υπερφίαλη και σίγουρα αχρείαστη. Αυτό συμβαίνει φυσικά διότι στις παραπάνω ερμηνείες της υπερηφάνειας προστίθεται και αυτή της αλαζονείας. Πράγματι, αναζητώντας κανείς συνώνυμα για τη λέξη που κατά κύριο λόγο υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει ένα θετικό συναίσθημα αυταξίας, θα συναντήσει λέξεις όπως αυτές της έπαρσης, της αυταρέσκειας, του εγωϊσμού και της υπεροψίας. Η διάσταση μεταξύ των δυο ερμηνειών είναι συχνά ασύλληπτη και χρησιμοποιώ την έννοια ασύλληπτη τόσο εμφατικά όσο και κυριολεκτικά.
     Η αναγνώριση της αξίας μας, ιδιαίτερα όταν αυτή γίνεται ρητά (αν και όχι αποκλειστικά), συνδέεται ενδόμυχα με την παραβίαση κάποιου ηθικού κανόνα, η οποία μας υποβιβάζει στο επίπεδο της ματαιοδοξίας και του ναρκισσισμού. Με άλλα λόγια, στην ερώτηση : «πρέπει να αισθάνομαι περήφανος/η για μένα;» η απάντηση δίνεται κάπως διστακτικά. Εάν είναι ναι, νιώθουμε ίσως ότι υπερεκτιμάμε τον εαυτό μας. Εάν πάλι είναι όχι, νιώθουμε ότι κάπως τον αδικούμε. Ακόμη περισσότερο, εάν είναι όχι, αυτό το όχι φέρει τουλάχιστον ένα βαθμό υποκρισίας εφόσον μας χαροποιεί να ακούμε από άλλους ότι είναι περήφανοι για εμάς, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο έμφαση στην αξία μας. Ο λόγος για τον οποίο βρισκόμαστε αντιμέτωποι με αυτό το αμήχανο συναίσθημα, όπου κάθε απάντηση δίνεται με επιφύλαξη, εντοπίζεται ακριβώς στην πολυσημία της λέξης υπερηφάνεια. Και η αμηχανία αυτή μπορεί να σταθεί αφορμή ώστε να επανακαθορίσουμε τη σημασία της λέξης.
     Τι θα συνέβαινε εάν από την έννοια της υπερηφάνειας εκτοπίζαμε οποιοδήποτε στοιχείο αφορά κοινωνική σύγκριση; Όλες οι αρνητικές εκφάνσεις της υπερηφάνειας οι οποίες προαναφέρθηκαν έχουν ως βάση τους την κοινωνική σύγκριση και την υποβίβαση των πάντων πλην του δράστη εαυτού. Η αναγνώριση της αυταξίας δεν έχει ανάγκη την κοινωνική σύγκριση. Το να δίνει κανείς αξία στον εαυτό του και να τον αγαπάει σημαίνει να τον κατανοεί. Να αναγνωρίζει τα λάθη του αλλά και τις επίμονες προσπάθειες για βελτίωση και αυτο-ολοκλήρωση, ακόμη και αν η τελευταία δεν επέλθει ποτέ. Η περηφάνια εδώ προκύπτει μονάχα ως απόρροια εσωτερικής σύγκρισης. Αναγνωρίζοντας δηλαδή ότι θα μπορούσαμε να είχαμε πάρει μια δυσοίωνη τροπή σε κάποιο σταθμό της ζωής μας. Μια τροπή που θα μας έκανε να εξελιχθούμε σε κάτι κακό ή θα μας βύθιζε ακόμη πιο βαθιά στα προϋπάρχοντα λάθη που με επιτυχία πλέον αποφεύγουμε. Πρόκειται για μια σύγκριση του υπαρκτού εαυτού με τους εν δυνάμει εαυτούς που αποτρέψαμε, τους οκνηρούς, τους βαριεστημένους, τους κακεντρεχείς, τους δόλιους, τους χρησιμοθήρες. Η περηφάνια απορρέει φυσικά ρίχνοντας μια ματιά στα κατορθώματά μας. Τα κοινωνικά σταθμά είναι περιττά. Κάθε είδους ανέλιξη μπορεί κάλλιστα να αντιμετωπιστεί ως προσωπικό επίτευγμα που εξυπηρετεί βιολογικούς, οικονομικούς, συναισθηματικούς και πνευματικούς στόχους που τέθηκαν για να εξυπηρετήσουν τις επιθυμίες μας. Είναι η ικανοποίηση που αντλείται από την αναμέτρηση με τον εαυτό μας και όχι με τους άλλους. Γι΄αυτό και είναι υπερηφάνεια δίχως ύψιλον, δίχως το υπερ, δίχως την κοινωνική σύγκριση και το αίσθημα του υπεράνω.
     Η περηφάνια είναι λυτρωτική διότι μας δίνει τη δυνατότητα να αποδώσουμε άφοβα αξία στον εαυτό μας και να εκφράσουμε την αγάπη μας προς αυτόν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η πιο αναγνωρισμένη ίσως θεραπευτική προσέγγιση στην ψυχολογία, η γνωστική ψυχοθεραπεία, στοχεύει στην αναδιαμόρφωση των σχημάτων του εαυτού και στην διάπλαση ενός ανθεκτικού αισθήματος αυτοεκτίμησης. Και η περηφάνια είναι ακριβώς αυτό. Μία σθεναρή, εμψυχωτική και ανθεκτική έκφραση της αυτοεκτίμησής μας.
     Είναι όμως και επαναστατική. Διότι αναγνωρίζοντας στον εαυτό μας την αξία του, τον προασπίζουμε από κάθε λογής εκμετάλλευση. Αντιδρούμε σε κάθε βιασμό του σώματος και της ψυχής μας διότι είμαστε αρκετά περήφανοι ώστε επιτρέψουμε να συμβεί κάτι τέτοιο. Όχι μόνο αντιλαμβανόμαστε τα δικαιώματά μας, αλλά η συνειδητοποίηση αυτή γίνεται άρρηκτη εσωτερίκευση, η οποία στη συνέχεια ωριμάζει σε γόνιμες μορφές διεκδίκησης. Η περηφάνια είναι επαναστατική διότι δεν διστάζει να αμφισβητήσει τις υποτακτικές διαστάσεις της ταπεινότητας, κάνοντάς το χωρίς καμία έπαρση. Ο περήφανος άνθρωπος αρνείται να ενταχθεί σε ένα ταπεινό ποίμνιο που αναζητά καθοδηγητή γιατί μπορεί και καθοδηγεί ο ίδιος τον εαυτό του. Συνεχίζει να θαυμάζει, χωρίς όμως να συνεπαίρνεται. Από τη στιγμή που δεν δειλιάζει να αναγνωρίσει την αξία του, ούτε θέλγεται, ούτε παρασύρεται εξίσου με εκείνους που αναζητούν στο πρόσωπο των άλλων αυτό που δίστασαν να αναγνωρίσουν και να προσδώσουν στον εαυτό τους: μια αύρα σιγουριάς και περηφάνιας.
     Μπορούμε λοιπόν να είμαστε περήφανοι και συνάμα ταπεινοί, χωρίς να είμαστε υπερόπτες και υποτακτικοί. Η περηφάνια είναι έννοια αισιόδοξη αλλά πρωτίστως βαθιά ανθρώπινη.

                                          Άγγελος Διδάχος

1 σχόλιο :

Άιναφετς είπε...

Καλησπέρα Άγγελε!
Πάντως η ίδια αισθάνομαι υπερήφανη που σε γνώρισα μέσα από τα κείμενα σου!
Εύχομαι να είσαι ψυχικά και σωματικά γερός και δυνατός και να αντιστέκεσαι σθεναρά στον παραλογισμό της εποχής μας!

ΑΦιλιά πάντα ακηλίδωτα! :)