19 Αυγούστου 2017

Το γυάλινο βάζο

     Αφού επιμένεις τόσο, θα σου αφηγηθώ λοιπόν τη μικρή ιστορία γι’ αυτό το γυάλινο βάζο που κινεί σε όλους την περιέργεια. Αλλά θα μου υποσχεθείς ότι θα την κρατήσεις μυστική.
     Ήταν ένα αυγουστιάτικο Σάββατο, το θυμάμαι καλά διότι μετρούσα αντίστροφα τις μέρες μέχρι να έρθει εκείνο το απόγευμα. Η σκέψη μου τριγυρνούσε γύρω απ’ το πρόσωπό του, το οποίο είχα να ανταμώσω καιρό κι εμφανιζόταν κάπως θολό στη μνήμη μου. Δεν είναι λίγο ειρωνικό; Το γεγονός ότι η εικόνα ενός ανθρώπου ξεθωριάζει τόσο γρήγορα μέσα στο πέρασμα του χρόνου κι όμως ο αντίκτυπος της αφηρημένης αυτής φιγούρας μένει μέσα μας αναλλοίωτος. Ένας αντίκτυπος βαθύς κι αδιευκρίνιστος. Ξέρω, η σκέψη σου προτρέχει. Ήδη έχεις δώσει την συνήθη ερμηνεία για να εξηγήσεις αυτό που προσπαθώ να σου περιγράψω. Όμως σε διαβεβαιώ ότι κάνεις λάθος. Εάν υπήρχε η κατάλληλη λέξη, δεν θα δίσταζα να την εκφέρω.
     Με θυμάμαι ντυμένη σ’ ένα ανοιχτό λαδί φόρεμα, τόσο απαλό στην απόχρωσή του που έσμιγε σχεδόν με το χρώμα του δέρματός μου. Ποτέ μου δεν αγάπησα τα φορέματα, κι όμως τη μέρα εκείνη φάνταζε τόσο κομψό πάνω μου! Τη μέρα εκείνη θα ορκιζόμουν ότι λατρεύω τα φορέματα. Θυμάμαι μάλιστα χαρακτηριστικά μία κοπέλα που έστεκε λίγα μέτρα μακριά μου να φορά κι αυτή ένα φόρεμα με μπλε και άσπρες ρίγες. Κοιταζόταν συνεχώς στη τζαμαρία ενός μαγαζιού και φέρνοντας το χέρι διακριτικά πίσω απ’ την πλάτη, πίεζε με την τεντωμένη παλάμη τη μέση της, αφήνοντας τις γραμμές του σώματός της να αναδειχθούν. Οποιοσδήποτε άλλος θα παρεξηγούσε την υπερβολική συμπεριφορά της, όμως εγώ ήξερα ότι δεν επρόκειτο για εκδήλωση αυταρέσκειας αλλά για μια προσπάθεια να εξαλείψει το άγχος της. Το ήξερα διότι μπορούσα να διακρίνω την ταπεινότητα μέσα απ’ τ’ ανήσυχο πρόσωπό της. Τότε, παρατηρώντας τη συνομήλικη περίπου κοπέλα, άρχισα κι εγώ ξαφνικά να αγχώνομαι. Είχε περάσει ήδη ένα τέταρτο από τότε που βρισκόμουν στην πλατεία. Ήξερα βέβαια ότι τις περισσότερες φορές καθυστερούσε στα ραντεβού του. Τι κι αν είχε περάσει τόσος καιρός, ο άνθρωπος λένε δεν αλλάζει! Όμως ήμουν βέβαιη ότι η καθιερωμένη αυτή καθυστέρηση σπανίως υπερέβαινε τα δεκαπέντε λεπτά. Σε αντίθεση με την κοπέλα με το ριγέ φόρεμα και τ’ ανοιχτόχρωμα κόκκινα μαλλιά, δεν είχα την πολυτέλεια να κατασβήσω την ανησυχία μου χαζεύοντας μπροστά απ’ τον καθρέφτη. Όσο εκείνη θαύμαζε τις ομολογουμένως θελκτικές πτυχές του σώματός της, εγώ θα εντόπιζα μία σειρά από ατέλειες που θα έκαναν το άγχος μου να κορυφωθεί.
     Ξέρω και πάλι, έχεις αρχίσει να απορείς και είναι άλλωστε λογικό. Τόσο εκτενής αφήγηση για μια ιστορία που αφορά ένα γυάλινο βάζο; Ωστόσο, η μέρα εκείνη είναι τόσο έντονα χαραγμένη στη μνήμη μου που κάθε λεπτομέρεια ζωντανεύει πάνω στην αφήγηση! Αν θες λοιπόν να μάθεις τι συνέβη, είσαι υποχρεωμένη ν’ ακολουθήσεις τη ροή της σκέψης μου. Άλλωστε, μονάχα μια ζωηρή αναπόληση μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία μιας αφήγησης. Έστρεψα το βλέμμα μου λοιπόν προς τους περαστικούς κι άφησα την σκέψη μου να περιπλανηθεί μαζί τους. Μου είχε μάθει πριν χρόνια εκείνο το παιχνίδι που για κάποιο λόγο συνέχισα να παίζω παρόλο που μερικές φορές γινόταν ψυχοφθόρο. Βλέποντας έναν άνθρωπο, ένα ζευγάρι ή ακόμη και μια παρέα ατόμων, έβγαζα μια ιστορία, εν μέρει βασισμένη στην παρατήρησή μου αλλά κυρίως στην φαντασία μου. Γιατί ψυχοφθόρο; Διότι απλούστατα μετά από ένα σημείο είχα συνειδητοποιήσει ότι η δημιουργικότητά μου ήταν περιορισμένη. Αδυνατούσα να κατασκευάσω μια διαφορετική για τον καθένα ιστορία. Άλλοτε οι ιστορίες ήταν σχεδόν ολόιδιες κι άλλοτε διαφορετικές όμως ακόμη και τότε διατρέχονταν από κάποια κοινά μοτίβα. Ένας μεσήλικας που περπατά σκυθρωπός κι αναστοχάζεται μετανιωμένος μια λάθος του επιλογή, μια έφηβη κοπέλα, άγνωρη ακόμη με τον έρωτα, η οποία θα γυρίσει πικραμένη σπίτι ενώ καθεμιά από τις φίλες της θα συναντήσει σε λίγη ώρα το ταίρι της, ένας υπερήλικας σε καροτσάκι ο οποίος επιβίωσε στον πόλεμο λόγω έλλειψης ηρωισμού κι ένα βαθύ αίσθημα ενοχής τον συντροφεύει εδώ και δεκαετίες, ένας νεαρός άντρας που μόλις βρήκε δουλειά σε μια καλή εταιρεία και κατευθύνεται προς κάποιο μαγαζί με ακριβά ρούχα προτού βγει ραντεβού με τη μέλλουσα σύζυγό του, ανακοινώνοντάς της τα ευχάριστα νέα. Όσο ξεχωριστές κι αν φάνταζαν οι ιστορίες μου, γρήγορα ανακάλυψα ότι είχαν κοινή αφετηρία. Κι αυτή δεν ήταν άλλη απ’ τη διάθεσή μου, μασκαρεμένη φυσικά μέσα από περίπλοκες περιστάσεις και συμβολικές ενέργειες. Ευτυχία, προσδοκία, φόβος, απώλεια, μοναξιά, ενοχή. Πίσω απ’ τις χιλιάδες διηγήσεις, οι τίτλοι ήταν επιεικώς μετρημένοι.
     «Θα φτάσεις σ’ ένα αδιέξοδο» μου είχε πει «και τότε θα πρέπει να ξεπεράσεις την φαντασία σου.» Κι όταν τον ρώτησα πώς θα το κάνω εκείνος μου αποκρίθηκε «δεν θέλει σκέψη.» Ύστερα από καιρό κατάλαβα τι εννοούσε. Είναι οι εμπειρίες εκείνες που προικίζουν την φαντασία. «Να κλέβεις συνεχώς χρώματα απ’ τη γη και να τα’ απλώνεις στον ουρανό» μου έλεγε. Έτσι λοιπόν, μέσα απ’ αυτό το παιχνίδι άντλησα δύο πολύ σημαντικά διδάγματα. Πρώτον : ότι η φαντασία περιορίζεται αλλά και εμπνέεται από τις ατομικές μας εμπειρίες. Δεύτερον, και εμμέσως συναγόμενο εκ του πρώτου : ΖΗΣΕ! Κι όσο λοιπόν ζούσα, τα όνειρά μου έπαιρναν πιο σαφή μορφή. Δεν ήμουν πια δέσμια τους αλλά δημιουργός τους. Μία δημιουργός που πρώτα απ’ όλα, είχε πολλά να ζήσει και να μάθει. Ίσως αυτός να ήταν κι ο λόγος που βρισκόμουν εκείνο το Σάββατο στην πλατεία. Επίσης ειρωνικό, δε συμφωνείς; Θυμάμαι με τόση καθαρότητα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν τη μέρα αυτή, κι όμως δεν είμαι ακόμη σίγουρη γιατί βρισκόμουν εκεί.
     Έχεις δίκιο. Η μνήμη σου δεν σ’ απατά. Τον καιρό εκείνο ήμουν ευτυχισμένη. Γι’ αυτό και δεν είχα μιλήσει σε κανέναν για τη συνάντηση που είχαμε κανονίσει. Ήξερα πως όλοι θα την θεωρούσαν εντελώς παράλογη και το λιγότερο που θα έκαναν ήταν να με κατακρίνουν. Μην ανησυχείς, καταλαβαίνω ότι επαναλαμβάνεις την ερώτηση από απορία δίχως να διακατέχεσαι από επικριτική διάθεση. Όμως παράφρασες τα λόγια μου κάνοντας ένα σημαντικό λάθος. Ποτέ μου δεν ανέφερα τη λέξη «ολοκλήρωση». Η ευτυχία δεν αρκεί, χρειάζονται πολλά παραπάνω. Όχι, δε νομίζω ότι η πρόταση αυτή υποδηλώνει απληστία. Όμως θα συμφωνήσω ότι υπήρχε κάποια δόση απληστίας στην συμπεριφορά μου. Επιζητούσα διαφορετικά πράγματα από διαφορετικούς ανθρώπους. Κι η διαρκής αγωνία να κρατήσω τους ανθρώπους αυτούς κοντά μου με καθιστούσε κάτι σαφώς λιγότερο από «ολοκληρωμένη». Ίσως ο λόγος της παρουσίας μου εκεί να γίνεται τώρα και για τις δυο μας πιο ξεκάθαρος. Τι πράγμα; Αν πίστευα ότι εκείνος μπορούσε να μου προσφέρει όλα όσα ήθελα; Φυσικά και όχι. Είχε φροντίσει ο ίδιος, βλέπεις, να μου το διευκρινίσει πριν χρόνια λέγοντας μου ότι η ολοκλήρωση είναι προσωπική υπόθεση. Ακόμη συλλογίζομαι τα λόγια του. Είναι στιγμές που αποδεικνύονται τόσο σοφά κι αληθινά μα και στιγμές που μοιάζουν τόσο ανούσια και ψεύτικα.

     Ναι, νομίζω πως έφτασε η ώρα να επιταχύνω λιγάκι την αφήγησή μου. Άλλωστε αναλώθηκα υπερβολικά σε σκέψεις. Είχαν περάσει άλλα δέκα λεπτά κι η αγωνία μου όπως φαντάζεσαι είχε κορυφωθεί. Μόνη μου ίσως ανακούφιση, το γεγονός ότι δεν ήταν μόνο το δικό μου ραντεβού αυτό που είχε καθυστερήσει. Η κοπέλα με το ριγέ φόρεμα, κατάχλομη πια, έριχνε μια ματιά στο κινητό της κάθε μισό λεπτό ενώ μια τρίτη γυναίκα λίγο πιο μακριά στριφογύριζε νευρικά απ’ την αδημονία της σαν αγρίμι μέσα σε κλουβί. Γιατί δεν σηκώθηκα να φύγω; Ίσως η αναμονή να ήταν απλώς το τίμημα, αν και ποτέ του ως τότε δεν είχε εμφανίσει την παραμικρή ένδειξη εκδικητικότητας. Βεβαίως και προσπάθησα να του τηλεφωνήσω, όμως το κινητό του ήταν κατειλημμένο και μια σειρά από αναπάντητες θα μαρτυρούσε την αγωνία μου. Ήμουν πολύ περήφανη βλέπεις. Κατά κάποιο τρόπο, η περηφάνεια αυτή με εμπόδιζε απ’ το να αποχωρήσω. Ναι, βρισκόμουν πλέον στη χειρότερη θέση άμυνας, οποιαδήποτε απόφαση κι αν έπαιρνα θα πλήγωνε τον εγωϊσμό μου. Ύστερα από πέντε περίπου λεπτά η τρίτη γυναίκα μας προσπέρασε με ταχύ βήμα εγκαταλείποντας βιαστικά το μέρος. Στρέψαμε κι οι δυο τη ματιά μας πάνω της, συμπονώντας την σιωπηλά για την απόρριψη που μόλις είχε βιώσει. Δεν είχε κάνει παραπάνω από είκοσι μέτρα, όταν ένας άντρας στάθηκε απότομα μπροστά της και της έδωσε ένα λουλούδι. Τότε εκείνη μαρμάρωσε για κάμποσα δευτερόλεπτα κι ύστερα, με σπασμωδικές κινήσεις, ενδεικτικές της αμηχανίας που την κατέβαλλε, έριξε το λουλούδι στο πεζοδρόμιο κι άρχισε να το τσαλαπατά με το πόδι της. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή με την κοπέλα με το ριγέ φόρεμα και είμαι σίγουρη ότι τότε σκεφτήκαμε από κοινού πως θα μπορούσαμε να ήμασταν κι εμείς στην ίδια ακριβώς θέση. Δεν υπήρχε τίποτα επιλήψιμο στη συμπεριφορά εκείνης της γυναίκας. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζαμε, διότι στη συνέχεια διαπιστώσαμε ότι ο άντρας εκείνος δεν ήταν παρά ένας ευγενικός πλανόδιος που κρατούσε δυο εναπομείναντα τριαντάφυλλα στα χέρια του.
     Πλησίασε πρώτα την κοπέλα με τα πυρόξανθα μαλλιά κι όταν της έδωσε το τριαντάφυλλο, ένα μικρό χαμόγελο δραπέτευσε από τ’ ανήσυχα χείλη της. «Αυτό είναι από τον Αργύρη» της είπε με μειλίχια φωνή κι εκείνη τον κοίταξε αποσβολωμένη. Ύστερα έστρεψε το βλέμμα της πάνω μου, ενώ το δεξί της χέρι που κρατούσε το τριαντάφυλλο έτρεμε πλέον ασυγκράτητα. Ο πλανόδιος προχώρησε και στάθηκε μπροστά μου, προσφέροντας μου το τελευταίο και πιο μικρό τριαντάφυλλο. «Από τον Αργύρη» μου είπε χαμογελαστός και κατηφόρισε την πλατεία προτού χαθεί στο λιμάνι. Όταν πια έπαψα να τον κοιτώ και γύρισα το βλέμμα στ’ αριστερά μου, το κόκκινο τριαντάφυλλο της κοπέλας βρισκόταν στο πάτωμα κι εκείνη είχε εξαφανιστεί.
     Θα μπορούσα να δικαιολογήσω σχεδόν κάθε του πράξη. Γνώριζες ότι υπήρχε ένας σοβαρός λόγος πίσω από κάθε ενέργειά του, ακόμη κι αν κάποιες φορές δεν μπορούσες να τον αντιληφθείς. Ήταν πάντοτε διακριτικός, μετρώντας προσεκτικά τα λόγια και τις κινήσεις του. Ακόμη και όταν προσέγγιζε το κορμί μου, το έκανε με κάποιο σεβασμό αν και δεν κρύβω να σου πω πως τούτο κάπως με ενοχλούσε. Όμως εκείνη η πράξη ήταν η πιο αισχρή μορφή ταπείνωσης, συνοδευόμενη από μια αβρή κι αβάσταχτη ειρωνεία.
     Ακριβώς, αυτό το μικρό κλαρί που βλέπεις μες το γυάλινο βάζο έφερε κάποτε πάνω του ένα πορφυρό τριαντάφυλλο. Για κάποιο λόγο δεν μπόρεσα να το πετάξω απ’ τα χέρια μου. Έτσι λοιπόν το εναπόθεσα εδώ, δίπλα απ’ το παράθυρο, σαν υπενθύμιση ότι ακόμη και το όμορφο έχει ανάγκη την προσοχή μας για να παραμείνει όμορφο.


                                                                                     Άγγελος Διδάχος

2 σχόλια :

Άιναφετς είπε...

Έχασα τα καλοκαιρινά σου κείμενα, κάτι καύσωνες και μετά οι φωτιές...
Τα διαβάζω ένα ένα και ανάλογα θα σου γράφω!
Για το γυάλινο σου βάζο σκέφτηκα, πως αν θέλουμε να κρατήσουμε ζωντανή μια ανάμνηση καλά θα κάνουμε ν' αλλάζουμε το νερό μες το βάζο.
Πού βρίσκεσαι, θυμάμαι είχες "μιλήσει" για κάτι μεταπτυχιακά, έξω!
Ακηλίδωτη να είναι η πορεία σου Άγγελε! :)

Crux είπε...

Καλησπέρα Στεφανία.

Σου γράφω από Ολλανδία και συγκεκριμένα Ουτρέχτη.

Η πόλη είναι πανέμορφη, το πρόγραμμα είναι γνωστική νευροεπιστήμη και έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οι δυο πρώτοι μήνες θα είναι ιδαίτερα απαιτητικοί αλλά πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά :)

Ζω σε φοιτητικές εστίες, στο 13 όροφο και έχω μια υπέροχη θέα.

Όσο για το γυάλινο βάζο, αφήνω τις ερμηνείες ανοιχτές. Αυτό που θέλω τώρα είναι να παραιτηθώ από τις σκέψεις και να ζήσω τον κόσμο.

Αφιλιά ολλανδικά :)