28 Ιουνίου 2010

Έψαχνε απελπισμένα για κάποιο παιδικό γέλιο, από αυτά που όταν τ'ακούς σβήνουν χάρης τη μελωδικότητα και τη γλυκύτητά τους κάθε πικρή σκέψη. Θυμόταν και ο ίδιος τον εαυτό του παιδί 
να γελάει δυνατά και μέσα απ΄τη καρδιά του με το παραμικρό. Κανείς δεν του το απαγόρευε και κανένας δεν τον παρεξηγούσε, είχε το άλλοθι της ηλικίας. Τώρα πια γελούσε σπάνια και πάντοτε συγκρατημένα και χαμηλόφωνα έτσι ώστε να περνά απαρατήρητος. Η φωνή του είχε χοντρύνει, ντρεπόταν να την εκθέσει στη διάρκεια του γέλιου, τη μοναδική στιγμή που είναι ξεγυμνωμένη και δεν ελέγχεται. Γι΄αυτό και αναζητούσε τριγύρω κάποιο θαρραλέο μπόμπιρα που να αλωνίζει προσμένοντας με ανυπομονησία αστεία ερεθίσματα που θα απελευθέρωναν τη λεπτοκαμωμένη φωνή του. Όμως η γειτονιά ήταν ερημωμένη. Η ίδια γειτονιά που πριν μερικά χρόνια έσφυζε από ζωή.

Τότε όλοι αισθάνονταν  το κλίμα αγάπης και ζεστασιάς που επικρατούσε. Ο ίδιος το ένιωθε μέχρι και τις πιο κρύες νύχτες του χειμώνα. Τώρα ήταν καλοκαίρι (χρόνια μετά βέβαια) κι ένα κύμα ψύχους διαπέρασε το κορμί του κάνοντας τον να ανατριχιάσει. Αδυνατούσε να διανοηθεί ότι η γειτονιά είχε καταντήσει ένας τάφος αναμνήσεων. Πίστευε πως οι ευτυχισμένες του θύμησες θα ξαναζωντάνευαν παίρνοντας σάρκα και οστά μέσα απ΄τη διασκέδαση και το ζωηρό παιχνίδι των παιδιών. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν δέκα η ώρα αλλά δεν σήμαινε τίποτα γι΄αυτόν. Κάποτε κάθονταν κι έπαιζαν ποδόσφαιρο μέχρι τις μία το βράδυ κι ας ήταν μικρά κι απροστάτευτα. Τότε μια αφελής σκέψη πέρασε απ΄το μυαλό του. "Μπορεί να παίζουν κρυφτό !" Έπρεπε να σιγουρευτεί όμως. Κοίταξε πίσω απ΄τα ψυγεία παγωτών των ψιλικατζίδικων, δίπλα απ΄τους τοίχους των πολυκατοικιών, μπροστά απ΄τη στάση του κτελ, αλλά μάταια. Μετά θυμήθηκε τον εαυτό του να κρύβεται στα ερρείπια ενός γκρεμισμένου και εγκαταλελειμμένου κτιρίου. Δυστυχώς γι΄αυτόν δεν υπήρχε περίπτωση να λάγιαζε κάποιος μικρός κατεργαράκος εκεί πέρα γιατί πάνω στα συντρίμμια είχε χτιστεί ένα μαγαζί ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Δεν σταμάτησε εκεί την προσπάθεια.  Έσκυψε και κοίταξε κάτω απ΄τα παρκαρισμένα αμάξια και πλάι στις ρόδες τους, αφού πρώτα έριξε επίτηδες δυο κέρματα χάμω για να μην παρανοηθεί. Όλο και κάποιο μάτι θα προεξείχε απ΄την κουρτίνα παρατηρώντας καχύποπτα.
Κάτι μέσα του τον έπνιγε. Ήταν συναισθηματικά φορτισμένος και ένιωθε την ανάγκη να εκφραστεί, να ξεσπάσει. Ήθελε να φωνάξει φτου ξελευθερία και να ξεπροβάλλουν όλοι απ΄τις κρυψώνες τους. Δάγκωνε τα χείλη του και με τις σφιγμένες του γροθιές σκούπιζε τα υγρά του μάτια. Λάτρευε τη συγκίνηση όμως απεχθανόταν τη λύπη και την απαισιοδοξία. Τώρα ήταν αναγκασμένος να τα νιώσει όλα. Δεν άντεχε άλλο όρθιος. Έπρεπε κάπου να σταθεί γιατί τα πόδια του λύγιζαν, έτρεμαν και δεν τον βαστούσαν. Έκατσε με προσοχή στο άλλοτε κίτρινο παγκάκι που είχε ξεβάψει πλέον και τα σκουριασμένα πόδια του είχαν ξεκολλήσει απ΄το τσιμέντο. Οι χαρακιές που έκαναν μικροί με τα κλειδιά τους φαίνονταν ακόμη αν και αμυδρά. Πέρασε απαλά τα δάχτυλά του από πάνω τους. Βρήκε συνάμα και κάποια ίχνη χρώματος απ΄τα τατουάζ με τα οποία συνήθιζαν να στολίζουν το ξύλινο μονόχρωμο παγκάκι. Το θλιβερό ήταν πως δεν υπήρχε ούτε μια καινούρια χαρακιά μήτε κάποιο "φρέσκο" πολύχρωμο τατουάζ. Έφερε στο μυαλό του περασμένες σκηνές και φανταζόταν τους χαμένους φίλους του να διασκεδάζουν ανέμελα παίζοντας ξένοιαστοι μ΄ένα τόπι. Ύστερα σηκώθηκε και αποχώρησε με το κεφάλι του σκυμμένο και τα μάτια του μισάνοιχτα. Δεν επιθυμούσε πια να κοιτάξει τριγύρω. Ο ρεαλισμός σκότωνε τις ελπίδες του. Άρχισε να απομακρύνεται βιαστικά. Ο διαπεραστικός ήχος μιας μουσικής από ένα κοντινό μπαράκι αντήχησε ενοχλητικά στ΄αυτιά του. Απεχθανόταν τη φασαρία όπως και τη μοναξιά, αγαπούσε την ησυχία. Έπειτα καθώς έφευγε έκανε ακόμα μια τελευταία αφελής σκέψη : Οι γειτονιές ήταν λέει κατάμεστες από αγόρια και κορίτσια διαφορετικών ηλικιών. Άλλοι αραγμένοι στα παγκάκια και άλλοι καθισμένοι σε κύκλο στο πάτωμα, να συζητούν, να προβληματίζονται, να γελάν, να τραγουδάν.  Μικρότερα παιδιά τριγύρω να ξεφαντώνουν, όπως γινόταν και παλιότερα. Εγκατέλειψε το μέρος μ΄αυτή την ευχάριστη σκέψη αφήνοντας πίσω ένα στερνό και μελαγχολικό χαμόγελο.

                                                                                           Crux

2 σχόλια :

humanity είπε...

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ,ΑΛΛΑ ΜΕ ΠΡΟΛΑΒΕΣ!!!!
ΚΑΤΙ ΠΑΡΟΜΟΙΟ ΕΤΟΙΜΑΖΟΜΟΥΝ ΝΑ ΑΝΑΡΤΗΣΩ!
ΥΠΕΡΟΧΟ!!!!

Crux είπε...

Σκαλιστήρι σ΄ευχαριστώ θερμά για τα καλά σου λόγια.
Σχετικά με τη σύμπτωση, μάλλον όλους μας "βασανίζουν γλυκά" οι παλιές και ανέμελες παιδικές στιγμές. Μάλλον όλους μας προβληματίζει ο τρόπος ψυχαγωγίας των τωρινών και των επόμενων γενεών.
Με συγχωρείς για την αργοπορία αλλά μόλις γύρισα από ταξίδι και μπαίνω στο ίντερνετ έπειτα απο καιρό.
Ανυπομονώ να διαβάσω την ανάρτησή σου, θα μπω τώρα στο blog σου για να δω αν τη δημοσίευσες :)