31 Οκτωβρίου 2019

Προς μια νέα ηθική

     Σε έναν αγώνα μυαλού νικητής δεν είναι αυτός που έχει το ηθικό αλλά το πνευματικό πλεονέκτημα. Η σκέψη του πρώτου χαράσσει επαναλαμβανόμενες και συνεπώς προβλέψιμες κατευθύνσεις. Θυμίζει φυλακισμένο που πηγαινοέρχεται σε ένα τόσο ξένο όσο και οικείο κελί. Η πανουργία του δεύτερου, από την άλλη, θα εκμεταλλευτεί αυτή την επανάληψη και θα συνθλίψει τον αντίπαλο. Πίσω από έναν γκρεμισμένο τοίχο επιταγών, το ρεπερτόριο κινήσεων αυξάνεται θεαματικά, μαζί μ’ αυτό και οι πιθανότητες επιτυχίας.
     Η ηθική μπορεί να επιφέρει τύφλωση. Οι συμπεριφορές συχνά εκλαμβάνονται μέσα από ένα μανιχαϊστικό δίοπτρο που διαθλά και απλουστεύει τα πάντα σε σωστό και λάθος. Έτσι λοιπόν, ακόμη και η παραπάνω τοποθέτηση κινδυνεύει να χαρακτηριστεί αυτομάτως ως αμοραλιστική και επαίσχυντη. Ο αναγνώστης ενδεχομένως να μην την επεξεργαστεί ποτέ αυστηρά, ερευνώντας εάν φέρει έστω και ορισμένο βαθμό αλήθειας. Ένας ενδόμυχος συναγερμός από τα βάθη του αξιακού συστήματος μας ηχεί ξαφνικά, το θυμικό να παίρνει απευθείας τον έλεγχο ώστε να προστατέψει κάθε ηθική διάσταση του είναι. Δεν υπάρχει περιθώριο περαιτέρω ενδοσκόπησης. Μία βροχή προσδιορισμών αρχίζει να κατακλύζει τον πομπό, το μήνυμα του οποίου έχει διαστρεβλωθεί και απορριφθεί προτού καν ολοκληρωθεί. Μηδενιστής, απάνθρωπος, μακιαβελιστής, καιροσκόπος, τυχοδιώκτης είναι μερικές από τις λέξεις που άρχισαν μανιασμένα να χτυπούν τις θύρες του συνειδητού μόνο με την ανάγνωση της θεματικής περιόδου. Η έξαψη όμως καθαυτή καθώς και η απροθυμία για λογική ανίχνευση μιας τοποθέτησης αποτελούν απόδειξη πνευματικής τύφλωσης.
     Ο βαθμός ελέγχου απέναντι σε ένα περιβάλλον, είτε αυτό ορίζεται ως φυσικό, είτε ως κοινωνικό, εξαρτάται από τον βαθμό στον οποίο αντιλαμβάνεται κανείς τις αρχές που το διέπουν. Καμία επέμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί αξιοσημείωτη εάν δεν είναι αποτέλεσμα αναλυτικής μελέτης των μεταβλητών που χαρακτηρίζουν το πεδίο δράσης. Κάτω λοιπόν από αυτό το πρίσμα, η χειραγώγηση αποτελεί αξιοθαύμαστη επιστήμη. Οι ρητορείες, η προπαγάνδα και κάθε μορφής μεθοδεύσεις με σκοπό την εξυπηρέτηση μιας ολιγαρχίας μπορεί να μην έχουν ουδεμία σχέση με την ηθική, ωστόσο εξακολουθούν πολύ επιτυχημένα να διαμορφώνουν την κοινή γνώμη. Δεν χρειάζεται φυσικά να απεμπολήσει κανείς την ηθική και να υιοθετήσει έναν χρησιμοθηρικό τρόπο συμπεριφοράς ώστε να δει με διαύγεια τις στρατηγικές που ένα σύστημα εφαρμόζει εις βάρος του. Είναι ωστόσο απαραίτητο να μπορεί να προβλέψει ή έστω να ερμηνεύσει ενέργειες και για να το πετύχει αυτό πρέπει να αποστασιοποιηθεί προσωρινά από αυτή. Να μπει στο νου εκείνου που δρα δίχως περιορισμούς, να σκεφτεί ύπουλα, να αναπαραστήσει ένα φανταστικό πεδίο στο οποίο είναι ο ίδιος ο εν δυνάμει δράστης και οι υπόλοιποι τα θύματα. Τότε αρχίζει και ξετυλίγεται η υστεροβουλία πίσω από πολιτικές δηλώσεις και ενέργειες. Ακόμη περισσότερο, τότε συνειδητοποιεί κανείς πραγματικά τον συναισθηματικό αντίκτυπο που έχει πάνω του η επίκληση στην ηθική και την συχνότητα με την οποία αυτή εφαρμόζεται ώστε να συντηρεί ή να αναστυλώνει κοινωνικά προφίλ.
     Ένα ακόμη πρόβλημα είναι ότι η υιοθέτηση ηθικών αξιών θέτει εν δυνάμει σε μειονεκτική θέση το κοινωνικό σύνολο που τις υιοθετεί. Αυτό συμβαίνει όταν οι ίδιες οι αρχές, οι οποίες αναλαμβάνουν θεσμικά την τήρηση ενός νομικού/ηθικού κώδικα, έχουν διαφθαρεί. Η ηθική στην προκειμένη περίπτωση διαδίδεται από την άρχουσα τάξη για λόγους αυτοπροστασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «καταδίκη της βίας απ’ όπου κι αν προέρχεται». Ακόμη και η προσπάθεια να ερμηνεύσει απλώς κανείς ένα βίαιο κοινωνικό ξέσπασμα αντιμετωπίζεται τουλάχιστον με καχυποψία. Διότι η βία αντιβαίνει την ηθική και ό,τι αντιβαίνει την ηθική δεν δικαιούται εις βάθους επεξεργασίας. Ο σεβασμός στην ιεραρχία, ο οποίος μπορεί να θεωρηθεί και αυτός κομμάτι της ηθικής, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη θέση όσων υπόκεινται εκμετάλλευση. Ακόμη και αν ένα σύστημα εξουσίας αγνοεί επιδεικτικά τα αιτήματα μιας κοινωνίας που ασφυκτιά, οφείλει να αντιμετωπίζεται με τον δέοντα σεβασμό. Η έκρηξη απαγορεύεται και τιμωρείται παραδειγματικά, έστω και αν αυτή δεν είναι παρά η αναπόφευκτη αντίδραση ενός απελπισμένου πληθυσμού. Σε περιπτώσεις λοιπόν όπου η ιδιοτέλεια έχει αποσαθρώσει τα θεμέλια ενός πολιτικού-δικαστικού και εκτελεστικού συστήματος, η αυστηρή τήρηση ορισμένων ηθικών αρχών συνεπάγεται με αυτο-διαμελισμό και αποδυνάμωση μιας πολιτείας που παραμένει πεισματικά αγκιστρωμένη πάνω στο δέλεαρ του πρέποντος.
     Ένας βαθμός ηθικής ευελιξίας είναι σημαντικός και στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η προσκόλληση σε έναν κώδικα ηθικής στερεί ή τουλάχιστον περιορίζει σημαντικά την ικανότητα να νοηματοδοτήσει κανείς ένα διαφορετικό σύστημα αξιών. Εάν το άτομο αδυνατεί να αναγνωρίσει την υποκειμενική φύση των αξιών του, τότε δεν θα καταφέρει ποτέ να σεβαστεί έναν ξένο ηθικό κώδικα. Το διαφορετικό εκλαμβάνεται ως αιρετικό και δεν αντιμετωπίζεται ποτέ ως ισότιμο. Στην καλύτερη περίπτωση θα καταφέρει να γίνει απλώς ανεκτό. Το αποτέλεσμα είναι και πάλι το ίδιο: η οξυμμένη ηθική παγιδεύει τον φορέα της σε έναν μικρόκοσμο. Οτιδήποτε βρίσκεται έξω από το ηθικό του περίβλημα είναι ουσιαστικά απρόσιτο. Ένας κόσμος που κατά λάθος υπάρχει δίπλα στον δικό του και δεν τον χαρακτηρίζει τίποτε άλλο παρά η ασάφεια, ο θόρυβος και η κενότητα.
     Η ηθική αρχίζει επίσης να γίνεται προβληματική όταν έχει εσωτερικευτεί ως ένα σύνολο απαράβατων και υπερβατικών κανόνων που απορρέουν από κάποια ανώτερη δύναμη. Ακόμη και στην περίπτωση που κάποιος δηλώνει άθεος, μπορεί να εκλαμβάνει έναν ηθικό κώδικα ως ιερό. Ένα σύνολο αξιών που για κάποιον απροσδιόριστο, πλην όμως εξαιρετικά σοβαρό λόγο πρέπει να τηρηθεί κατά γράμμα. Αυτή η προσέγγιση ενέχει έναν σοβαρό κίνδυνο: η ηθική παύει να αντιμετωπίζεται ως ανθρώπινο δημιούργημα, κατασκευασμένο με σκοπό να συμβάλλει στην κοινωνική ευημερία. Μοιάζει περισσότερο με μια εσωτερική φωνή που έχει συνάμα ανοιχτή επικοινωνία με «το άνωθεν» και λέει: «έχεις να κάνεις αυτά τα δέκα πράγματα, αν τα κάνεις μην ανησυχείς για τίποτα, είσαι σωστός». Η τήρηση των ηθικών κανόνων γίνεται έτσι το αξιολογικό κριτήριο του εαυτού μας. Η πνευματική ευελιξία λοιπόν χάνεται καθώς οι ηθικοί κανόνες παραμένουν λίγο ή πολύ αναλλοίωτοι όσο εμφανίζονται νέες κοινωνικές προκλήσεις. Γινόμαστε και πάλι τυφλοί μπροστά στο νέο «σωστό» και το νέο «λάθος» που έχει δημιουργηθεί. Γιατί προτεραιότητά μας δεν ήταν ποτέ η ουσιαστική προσπάθεια να συνεισφέρουμε στην κοινωνική ευρυθμία αλλά να διαβεβαιώσουμε τον εαυτό μας ότι έδρασε με βάση ένα αυστηρό πλαίσιο άκαμπτων κανόνων που υποτίθεται ότι βοηθούν την πρώτη. Με άλλα λόγια, μια φύσει υπερβατική ηθική μπορεί να γίνει και φύσει εγωκεντρική.
      Ίσως η εγωκεντρική φύση της ηθικής να είναι και ένας από τους λόγους που η έλλειψη αντίδρασης στην αδικία είναι κατά πολύ λιγότερο κατακριτέα από την διάπραξη αδικήματος. Εάν λόγου χάρη, ο Προκόπης Παυλόπουλος ήταν εκείνος που χαστούκιζε τη Λιάνα Κανέλλη στην εκπομπή του Παπαδάκη δεν θα γινόταν ποτέ Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ωστόσο, δεν ήταν παρά ένας παρευρισκόμενος στο πάνελ, όπου η ευθύνη είχε διαχυθεί και ο μόνος πραγματικά ένοχος ήταν ο Κασιδιάρης. Ο κόσμος συγχωρεί συχνά την έλλειψη ανδρείας, διότι η επίδειξη ανδρείας μπροστά σε ένα αδίκημα έχει ως σκοπό την αποκατάσταση της κοινωνικής ευρυθμίας και η αποκατάσταση αυτή δεν είναι το μέλημα μιας φύσει εγωκεντρικής ηθικής. Αρκεί να μη διαπράττει ο φορέας της ηθικής το έγκλημα και να βαυκαλίζεται λέγοντας ότι εάν έκαναν οι υπόλοιποι το ίδιο η τάξη θα αποκαθίστατο.
     Η υπερβατική φύση της ηθικής, πέρα από τον κίνδυνο να την μετατρέψει σε μια στάσιμη και εγωκεντρική θεώρηση του «σωστού» και του «λάθους», μπορεί ακόμη και να την αυτο-ακυρώσει. Όπως αναφέρθηκα και πρωτύτερα, η κατάρριψη της ηθικής είναι ιδιαίτερα ελκυστική καθώς ανοίγει πολλούς πιο σύντομους και λιγότερο δύσβατους δρόμους στην εξασφάλιση ιδίων συμφερόντων. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές ο φόβος μιας «θείας δίκης» ή η γνωστική ασυμφωνία (το άγχος δηλαδή που προκύπτει από σκέψεις ή πράξεις που έρχονται σε αντιπαράθεση με τον ηθικό κώδικα) μπορούν να αποτρέψουν το άτομο από την διάπραξη ανήθικων πράξεων. Ωστόσο, εάν η βάση της ηθικής έχει εδραιωθεί πάνω στα θεμέλια το υπερβατικού και όχι της κοινωνικής ευημερίας, τότε η τελευταία δεν έχει εσωτερικευτεί πραγματικά ως πρωταρχική αξία ή έστω υπαρκτή αναγκαιότητα. Κάπου εδώ γίνεται φανερό το πρόβλημα της υπερβατικότητας: εάν το άτομο συνειδητοποιήσει ότι οι ηθικοί κανόνες δεν αποτελούν θεία επιταγή και ότι ο κόσμος είναι στην πραγματικότητα μια αρρένα επιβίωσης όπου εκείνοι που απαλλάσσονται από τις παρωπίδες της ηθικής παίρνουν το προβάδισμα, τότε γιατί να μην τις πετάξει και το ίδιο; Η ανέλιξη, πράγματι, είναι συχνά αποτέλεσμα χειραγώγησης και η χειραγώγηση είναι εν μέρει αποτέλεσμα εκμετάλλευσης των αδυναμιών που χαρακτηρίζουν άκαμπτες μορφές ηθικής. Εξάλλου, η συνειδητοποίηση της απαράμιλλης σημαντικότητας για εδραίωση κοινωνικής ευημερίας δεν έχει προκύψει ποτέ. Η ηθική ήταν απλώς ένα πρέπει και όταν αυτό το πρέπει κατέρρευσε, το άτομο έμεινε έκθαμβο από τις αμέτρητες επιλογές που εμφανίστηκαν μπροστά του, δίχως να μπορεί να δει τις καταστροφικές συνέπειες αυτών των επιλογών σε βάθος χρόνου.
     Αδιαμφισβήτητα, η άνευ ηθικής σκέψη προσφέρει τις περισσότερες φορές ένα οικονομικό/επαγγελματικό/πολιτικό/κοινωνικό προβάδισμα. Η κατάρριψη της υπερβατικής ηθικής δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται ολοένα και πιο συχνά σε έναν κόσμο που αρχίζει να συνειδητοποιεί την υποκειμενικότητα και την ελευθερία της ανθρώπινης φύσης. Ορισμένοι πιστεύουν πως η απάντηση είναι η παλινόρθωση συντηρητικών συστημάτων που θα επανεδραιώσουν αυστηρές και άκαμπτες μορφές ηθικής. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να οδηγήσει σε κοινωνική ευημερία. Διότι απλούστατα, σε τέτοια συστήματα ο ηθικός κώδικας καθορίζει αυστηρά τον τρόπο ζωής των πολιτών δίχως να αφήνει περιθώρια προσωπικής έκφρασης. Ακόμη χειρότερα, τέτοια συστήματα εξισώνουν την ελευθερία με την ασυδοσία, την αμφισβήτηση με την ατίμωση και την αντίσταση με την προδοσία. Η ηθική τότε γίνεται όχι μόνο βάρος αλλά και απροσμέτρητη πηγή δυστυχίας και μιζέριας. Στη σκέψη κυριαρχούν οι τύποι και τα σύμβολα και κάθε έξωθεν αμφβισβήτηση αυτών αντιμετωπίζεται με ειδωλολατρικό μένος. Καθώς όμως η επιστήμη προχωρά, ο κόσμος απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την πίστη στην ύπαρξη του υπερβατικού και του ιερού. Αυτό είναι απλώς μια πραγματικότητα η οποία δεν αποτελεί κανένα πρόβλημα εφόσον η ηθική αρχίσει να εδραιώνεται επάνω στα θεμέλια της κατανόησης του κοινωνικού αντίκτυπου των πράξεών μας καθώς και της φυσικής αναγκαιότητας για συνεργασία.
     Η προσωπική και κοινωνική ευημερία όχι μόνο δεν κινδυνεύουν αλλά μπορούν και να επωφεληθούν εάν η ηθική αποκτήσει μία λιγότερο αυστηρή, περισσότερο ρευστή φύση. Η εστίαση οφείλει να μετατοπιστεί από το άτομο στο κοινωνικό σύνολο. Κάθε κοινωνία είναι και ένας οργανισμός. Κάθε άνθρωπος είναι και ένα κύτταρό της. Η συνεργασία είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να εγγυηθεί την υγειή πορεία μιας κοινωνίας. Ακόμη και αν κάποια κύτταρα αυτής της κοινωνίας αποφασίσουν να δράσουν προς ίδιον όφελος, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές για το σύνολο του οργανισμού. Αυτό το καρκίνωμα δεν είναι απλώς μια αλληγορία αλλά αποτελεί εξόφθαλμη πραγματικότητα. Ανεξάρτητα από τις ικανότητες εξαπάτησης και τη ραδιουργία του, ο ανήθικος άνθρωπος θα συνεχίσει και αυτός να είναι θύμα ανήθικων ανθρώπων. Από τις τοξίνες του αέρα που αναπνέει, τον καρκίνο που καταναλώνει μέσα απ’ τα τρόφιμα, την καταστροφή του περιβάλλοντος με το οποίο η ανθρώπινή του φύση είναι εναρμονισμένη, τις άσκοπες επεμβάσεις ή θεραπείες στις οποίες εσκεμμένα μπορεί να υποβληθεί, τον φόβο του να κυκλοφορήσει σε μια κακόφημη γειτονιά, την ανάγκη του να γεμίσει με κάμερες το σπίτι του και να έχει ένα όπλο δίπλα απ’ το κρεβάτι του ώστε να μπορεί να κοιμηθεί ήσυχος αλλά και οποιοδήποτε άλλο από τα χιλιάδες φαινόμενα μιας κοινωνίας που νοσεί, ο ανήθικος άνθρωπος δεν θα μπορέσει να γλιτώσει. Δεν χρειαζόμαστε καμία υπερβατική επιταγή, κανέναν απαράβατο κανόνα ώστε να το συνειδητοποιήσουμε αυτό. Η λογική καθαυτή αρκεί να μας δείξει το σωστό δρόμο. «Μόνο οι πιο ανόητοι και οι πιο σοφοί δεν αλλάζουν ποτέ» είχε πει κάποιος. Μπορούμε επομένως να διατηρήσουμε κάποιες ηθικές αρχές όχι λόγω μιας ανούσιας υπαγόρευσης που κατέληξε άκριτα να εσωτερικευτεί αλλά μέσα από συνειδητοποίηση της χρησιμότητάς τους. Ίσως αυτό να εννοούσε ο αείμνηστος Αλμπερ Καμύ στην περίφημη φράση του: Η ακεραιότητα δεν έχει ανάγκη από κανόνες.

                                                                                                                      Άγγελος Διδάχος

Δεν υπάρχουν σχόλια :