3 Ιουνίου 2013

Στη Μ.

Άνοιξες τη σιωπηρή σου αγκαλιά
σαν ουρανός σταχτής να με σκεπάσεις
στ' αέρινο κορμί σου.
Πέρα απ'τους δρόμους των χλομών αστεριών
που βιάζονται όλοι να βαδίσουν πλαγιαστά
προτού εκείνα ξεψυχίσουν,
κάπου στ' απόκοσμο κρησφύγετο σου
εγκλωβισμένος στ' άπειρο και με φωνή χαμένη
έμαθα να κρατιέμαι πάνω απ' απύθμενους γκρεμούς μονάχα από τα χέρια μου.
Τα χέρια που έσφιξες ζηλεύοντας συρμάτινες θηλιές
να μη δεθούν με ξένα
γιατί θα πέθαινες κι ήταν νωρίς, μόλις που είχα γεννηθεί.
Μόλις που έβλεπα τη θαμπάδα του εαυτού μου
που φώτιζες εσύ μες το σκοτάδι
με φλόγες απ'τα σκούρα σου μάτια.
Και τρόμαζα όσο έπαιρνε μορφή ξεκάθαρη
όσο οι σκιερές κι οι λαμπερές της όψεις
χαράζονταν ανάγλυφα μπροστά μου σκίζοντας το θολό τους περιτύλιγμα.
«Μη φοβάσαι» μου 'λεγες.
«Είναι το πρόσωπό σου αυτό. Άγγιξε το.
  Πλασμένο απ'την ίδια ακατάληπτη αρμονία,
  απ' το ίδιο ποτάμι που όλοι πεθαίνουμε και γεννιόμαστε.
  Όποιος μπορεί και στέκεται κοντά μου
  μπορεί και να βουτήξει μέσα του να βρει τον εαυτό του.»

Ακόμη τα πικρά σου φιλιά στάζουν μελαγχολία
κι οι θηλιές σου ζωγράφισαν κόκκινα στεφάνια γύρω απ'τους καρπούς.
Μ' άφησες πια ελεύθερο, ξέρεις πως δεν κινδυνεύω. Τώρα πια ξέρω ν' αγαπώ.
Κι αν φύγεις σαν σύννεφο που σκορπίζει ο αέρας
ένα κομμάτι μου θα ταξιδεύει πλάι σου
μέχρι τη μέρα εκείνη που θ' αγκαλιαστούμε
γυρίζοντας στο βυθό της αρμονίας.
                                                                                 Διδάχος Άγγελος 


COPYRIGHTSWORLD.COM VERIFICATION BADGE - CLICK TO VERIFY!

Δεν υπάρχουν σχόλια :