7 Απριλίου 2011

Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου - Γιώργος Σεφέρης

Το ποίημα αυτό του Σεφέρη έτυχε να πέσει στην αντίληψή μου και ενώ δεν συνηθίζω τις αναδημοσιεύσεις νομίζω πως αξίζει να το γνωρίσουμε όλοι ή να το ξαναθυμηθούμε.

          - Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
         χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
         μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
         κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
         μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου.

         - Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
         τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
         κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
         κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
         ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
         κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
         κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
         ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.

         - Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
         σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
         θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
         στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
         θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
         κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
         σιγὰ-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
         τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.

         - Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
         μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
         σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
         γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
         ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
         Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
         οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
         κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
         βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
         λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.

        - Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
         σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
         τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
         κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
         σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
         γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.

        - Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
         σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
         νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
         ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
         ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
         λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.

        - Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
         σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
         ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
         μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
         ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.

        - Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
         βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
         παράξενο πὼς χαμηλώνουν
         ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
         ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
         χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.


Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38

4 σχόλια :

ο δείμος του πολίτη είπε...

Πολύ καλή επιλογή η ανάρτηση του ποιήματος αυτού.

Crux είπε...

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση και αυτός είναι και ο λόγος που το αναδημοσίευσα.
Θα το θυμάμαι για να μη "κουφαίνομαι" και να μη "ψηλώνω" καθώς μεγαλώνω.
Αν και μετά απο χρόνια μπορεί η παραπάνω πρόταση να μου φαίνεται ακαταλαβίστικη.
Καλησπέρα Δείμε :)

Ανώνυμος είπε...

Γεια σου Crux και από εδώ.
Eσύ είσαι τόσο συνειδητοποιημένος που σιγά μην κουφαθείς! Σιγά μην ψηλώσεις!
Άκου όμως: Σχετικά πρόσφατα είδα στην τηλεόραση ένα ντοκυμανταίρ που αφορούσε τη ζωή του Σεφέρη. Από εκεί λοιπόν έμαθα ότι ερωτεύτηκε τη γυναίκα ενός πολιτικού και εκείνος για να τον εκδικηθεί τον έστειλε με δυσμενή μετάθεση στα Τίρανα. Αργότερα κατά τη δικτατορία του Μεταξά επέστρεψε στην Αθήνα, οπότε και έγραψε το ποίημα αυτό. Αρα πέρα από τη συμβολική σημασία που μπορεί να έχει για τον καθένα από εμας το ποίημα αυτό, εμπεριέχει και το βιογραφικό στοιχείο, αφού φαντάζεσαι πόσο διαφορετικά θα έβλεπε ο Σεφέρης την πατρίδα του μετά από τόσο καιρό που έλειπε αλλά και υπό τις συνθήκες που την ξαναβρήκε.

Για την ιστορία να σου πως ότι η γυναίκα αυτή χώρισε από τον άντρα της και έμεινε με τον Σεφέρη (ήταν μεγαλύτερη του)μέχρι το τέλος της ζωής του.
υ.γ.Μην με πάρεις για κουτσομπόλα, αλλά βρήκα πολύ συναρπαστικό το κομμάτι αυτό της ζωής του, που αγνοούσα εντελώς.

Crux είπε...

Γεια σου Χρωματιστή,
εξαιρετικά ενδιαφέροντα τα όσα λες.
Και επειδή αυτό το διάστημα έχω φάει ένα μικρό κόλλημα με τον Σεφέρη θα ψάξω να το βρω και θα το κατεβάσω!
Καλησπέρα :)